Ερωτηθείσα στις αρχές του 2022 αν η ΕΚΤ επρόκειτο να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων εντός του έτους, η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ απάντησε ότι το θεωρεί απίθανο (unlikely). Δεν είναι κακό να αλλάζει κάποιος άποψη. Όπως είχε πει κάποτε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, «όταν αλλάζουν τα δεδομένα, εγώ αλλάζω άποψη». Όταν όμως αλλάζουν άποψη κεντρικοί τραπεζίτες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κάτι δεν πάει καλά. Στην προκειμένη περίπτωση, το λάθος ήταν η υποεκτίμηση του πληθωρισμού.
Με τον εναρμονισμένο πληθωρισμό στο 8,1% σε ετήσια βάση τον Μάιο στην ευρωζώνη και τις προβλέψεις της ΕΚΤ για μέσο πληθωρισμό 6,8% το 2022, 3,5% το 2023 και 2,1% το 2024, δηλ. πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η ΕΚΤ και η κα Λαγκάρντ άλλαξαν ρότα. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε χθες ότι δεν θα προσθέτει νέα ομόλογα στα ήδη υπάρχοντα, εκτιμώμενα σε 5 τρισ. ευρώ περίπου, στο πλαίσιο του προγράμματος ΑPP από την 1η Ιουλίου. Όμως, αντίθετα από τη Fed, η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε μείωση των κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων που έχει αγοράσει. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αύξηση του βασικού επιτοκίου της αργότερα μέσα στον μήνα ενώ προανήγγειλε μια ακόμη τον Σεπτέμβριο. Θα είναι η πρώτη αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ από το 2011.
Οι αγορές έσπευσαν να προεξοφλήσουν αργά χθες ότι το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα κλείσει τη χρονιά κοντά στο 1% περίπου από -0,50% σήμερα και θα βρεθεί κοντά στο 2% στα τέλη του 2023.
Αναμφίβολα, το έργο της ΕΚΤ δεν είναι εύκολο. Άλλο πράγμα είναι η Γερμανία με δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ κάτω από το 75% του ΑΕΠ και ισχυρή εξαγωγική βιομηχανία και άλλο οι οικονομίες του φτωχότερου Νότου όπως της Ιταλίας με δημόσιο χρέος στο 150% του ΑΕΠ και της Ελλάδος στο 192%. Ακόμη, οι διαφορές πληθωρισμού μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης είναι μεγάλες. Ο ετήσιος πληθωρισμός της Εσθονίας ήταν στο 20% συν ενώ της Μάλτας στο 5,6% ετησίως τον Μάιο.
Δύο δεκαετίες πριν, η Ισπανία και άλλες χώρες της ευρωζώνης είχαν αρκετά υψηλότερο πληθωρισμό από τη Γερμανία. Όμως, η απόφαση της ΕΚΤ να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια παρέμβασης -κατάλληλη πολιτική για τη Γερμανία αλλά όχι για την Ισπανία, την Ελλάδα κ.λπ.- έριξε λάδι στη φωτιά της φούσκας των ακινήτων στην Ισπανία και τελικά στην κρίση χρέους της ευρωζώνης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΚΤ κάνει αυτό για το οποίο είναι γνωστή η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Περιμένει να δει πώς θα πάνε τα πράγματα και αναλόγως να πράξει, ελπίζοντας ότι θα αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός και δεν θα χρειαστεί να αυξήσει πολύ τα επιτόκια. Ετσι, δεν θα ανέβει αισθητά το κόστος δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών όπως της Ελλάδας και της Ιταλίας. Όμως, στην οικονομία και στις αγορές θα πρέπει κάποιος να ενεργεί εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής.
Υπό αυτή την έννοια, η ΕΚΤ και η κα Λαγκάρντ δεν θα έπρεπε απλά να πάρουν το πόδι από το γκάζι αλλά να πατήσουν φρένο, επικοινωνώντας παράλληλα στις αγορές τον μηχανισμό που δεν θα αφήσει τα spreads της ευρωπεριφέρειας να ξεχειλώσουν.