Ο προηγούμενος αιώνας χαρακτηρίσθηκε από την παρουσία του πληθωρισμού. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι χαρακτηριστική. Το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας κατέρρευσε μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτό οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στο ανεξέλεγκτο τύπωμα χρήματος για την κάλυψη των κρατικών δαπανών. Η αγορά πλημμύρισε από γερμανικά μάρκα που αγόραζαν ολοένα και λιγότερα πράγματα. Ενα ζευγάρι παπούτσια που κόστιζε 13 μάρκα το 1913 έφτασε να κοστίζει 32 τρισ. μάρκα το 1923.
Ο υπερπληθωρισμός εξαφάνισε τις οικονομίες της μεσαίας τάξης, που αναζήτησε νέα ηγεσία στο πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ, με τις γνωστές συνέπειες. Υπερπληθωρισμό λόγω υπερβολικού τυπώματος χρήματος έζησε και η Ελλάδα στα χρόνια της Κατοχής αλλά κι η Ζιμπάμπουε πιο πρόσφατα. Μικροί έμποροι-κάτοικοι της αφρικανικής χώρας που έζησαν το επεισόδιο αναφέρουν ότι μετέφεραν τα χρήματα με καρότσια κάθε μέρα στην τράπεζα για να κάνουν κατάθεση.
Από την άλλη πλευρά, οι δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα σημαδεύτηκαν από την απουσία του πληθωρισμού και τις ανησυχίες για αποπληθωρισμό. Η Μεγάλη Υφεση οδήγησε τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να καταφύγουν σε ανορθόδοξες πρακτικές άσκησης της νομισματικής πολιτικής όπως η ποσοτική χαλάρωση (QE), για να αντιμετωπίσουν την απειλή του αποπληθωρισμού. Τα τρισ. δολαρίων ή ευρώ που έπεσαν στο σύστημα μέσω της αγοράς ομολόγων συνέβαλαν στην αποφυγή του αποπληθωρισμού αλλά και στη δημιουργία φουσκών, ενώ τα μηδενικά ή/και αρνητικά επιτόκια πλήγωσαν τους καταθέτες και ωφέλησαν τους δανειολήπτες. Αυτό έγινε πιο ορατό με την άνοδο του πληθωρισμού.
Σήμερα, ο πληθωρισμός «τρέχει» με 7,4% στην ευρωζώνη και 10%+ στην Ελλάδα, αλλά το επιτόκιο των τραπεζικών καταθέσεων είναι κοντά στο 0%. Αυτό σημαίνει ότι οι καταθέτες χάνουν λεφτά. Τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια δεν ανέκοψαν την αύξηση των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν σε 180 δισ. τον Δεκέμβριο του 2021, καταγράφοντας ρεκόρ δεκαετίας. Από τότε καταγράφεται μια υποχώρησή τους στα 176,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2022.
Η ανωτέρω συμπεριφορά των Ελλήνων καταθετών υποκρύπτει, αφενός, μια καχυποψία απέναντι σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης και αφετέρου, ίσως έλλειψη χρηματοοικονομικής παιδείας. Ισως και τα δύο. Η καχυποψία ενδεχομένως εξηγείται από τη δυσάρεστη εμπειρία που είχαν αρκετοί παλαιότερα με το Χρηματιστήριο της Αθήνας, π.χ. το 1999.
Το χαμηλό ποσοστό των υπό διαχείριση κεφαλαίων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, κοντά στο 4%-5% (σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος), έναντι 12%-15% στις Βαλκανικές χώρες και 30% και πάνω στη Δυτική Ευρώπη έρχεται να επιβεβαιώσει τις ανωτέρω δύο υποθέσεις.
Η μεγάλη μάζα παραμένει στις καταθέσεις, παρότι χάνει σε αγοραστική δύναμη. Αν και υπάρχει μια στροφή από καταθέσεις σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης από το 2021, είναι πολύ νωρίς να βγάλει κάποιος ασφαλή συμπεράσματα.
Ο επιμένων υψηλός πληθωρισμός ίσως τελικά πείσει ένα σημαντικό αριθμό καταθετών με ποσά άνω των μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ να μη βάζουν όλα τα λεφτά τους σε καταθέσεις αλλά να αναζητήσουν εναλλακτικές. Αυτή τη φορά, οι τράπεζες ίσως συνηγορήσουν σε κάτι τέτοιο καθώς έχουν άπλετη ρευστότητα.
Αξίζει λοιπόν να γίνει μια προσπάθεια ενημέρωσης/εκπαίδευσης των καταθετών για τις εναλλακτικές που υπάρχουν.