Η γεωγραφία παίζει καθοριστικό ρόλο στη γεωπολιτική. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη ήταν το κύριο πεδίο της μάχης. Το ΝΑΤΟ υιοθέτησε μια αμυντική στρατηγική επειδή δεν είχε συμφέρον να προσπαθήσει να κατακτήσει την Ανατολική Ευρώπη. Ακόμη, οι ΗΠΑ επιτύγχαναν τον στόχο τους καθώς η Ευρώπη ήταν πολύ μακριά από τα αμερικανικά σύνορα. Από την άλλη πλευρά, οι Σοβιετικοί ήθελαν τον έλεγχο της Ευρώπης, αφενός, για να αποκτήσουν πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες και λιμάνια και αφετέρου, για να ασφαλίσουν το δυτικό τους μέτωπο. Όμως, οι Σοβιετικοί δεν θα μπορούσαν να επιτεθούν για διαφόρους λόγους, π.χ. διακινδύνευαν έναν πυρηνικό πόλεμο με τις ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν φυσιολογικό να υπάρξει αδιέξοδο στην Ευρώπη, που διατηρήθηκε επί δεκαετίες.
Οι ΗΠΑ συμμετείχαν στο οικονομικό κόστος που συνεπάγετο αυτή η πολιτική καθώς άξιζε τον κόπο. Και αυτό γιατί πολεμούσαν τους Σοβιετικούς στην Ευρώπη, δηλαδή πολύ μακριά από το αμερικανικό έδαφος. Το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν μέρος αυτού του κόστους όπως και οι αμερικανικές βάσεις σε διάφορες χώρες.
Σήμερα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ χρηματοδοτούν την αγορά στρατιωτικού υλικού που στέλνουν στους Ουκρανούς, δίνοντας δουλειά σε αμερικανικές εταιρείες και διευρύνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμά τους. Επίσης, οι Αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις οποίες επωφελούνται εταιρείες του κλάδου. Όμως, αυτό το κόστος δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνο που πληρώνει η Ευρώπη για τον πόλεμο που γίνεται στην Ουκρανία, δηλαδή στη γειτονιά της. Είτε πρόκειται για τους καταναλωτές λόγω υψηλότερων τιμών στην ενέργεια, δημητριακά κ.λπ., είτε για το κράτος με το διευρυμένο έλλειμμα, είτε για τις επιχειρήσεις. Σ’ όλα αυτά προστίθεται το κόστος των οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Στις ΗΠΑ, οι κυρώσεις δεν γίνονται αισθητές ενώ η σύγκρουση είναι πολλές ζώνες ώρας μακριά. Αντίθετα, στην ΕΕ, οι αποτελεσματικές κυρώσεις θα είναι πολύ επίπονες και πληθωριστικές, συν η μεγάλη έξοδος των προσφύγων, από τη στιγμή που ο πόλεμος διεξάγεται στη διπλανή πόρτα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ευρώ υποχώρησε απότομα έναντι του δολαρίου, όταν έγινε η εισβολή και βρίσκεται σήμερα σε επίπεδα που είχε βρεθεί πριν από μια 20ετία. Πουθενά ίσως αυτή η κατάσταση δεν αποτυπώνεται πιο καλά από τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Μετά από χρόνια σε αποπληθωριστικό έλος, η Γερμανία μπήκε σε τροχιά πληθωρισμού και η επιστροφή της πληθωριστικής ψυχολογίας απειλεί να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ο ετήσιος πληθωρισμός ανέβηκε στο 7,4% τον Απρίλιο, κάτι που είχε να συμβεί από το 1981, όταν η Γερμανία ήταν χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική. Επίσης, το spread των πραγματικών αποδόσεων μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι η διαφορά των ονομαστικών αποδόσεων, κάτι που δεν έχει συμβεί επί δεκαετίες. Είναι λοιπόν λογικό, οι επενδυτές να προτιμούν να παρκάρουν τα λεφτά τους στο δολάριο και όχι στο ευρώ. Φυσικά, καθοριστικό ρόλο έχουν παίξει οι προσδοκίες για την πολιτική της ΕΚΤ σε σύγκριση με εκείνη της Fed.
Όπως κι αν έχει, η ΕΕ και η ευρωζώνη ειδικότερα βρίσκεται αντιμέτωπη με υψηλό πληθωρισμό και σημαντική αποκλιμάκωση των ρυθμών ανάπτυξης. Η επιβολή εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο που επεξεργάζεται δεν θα καλυτερέψει τις οικονομικές συνθήκες, αν και θα βοηθήσουν στην επιδιωκόμενη απεξάρτηση.
Όπως λοιπόν κι αν το κοιτάξει κανείς, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεν πολλά θύματα, με κυριότερα τους απλούς Ουκρανούς πολίτες. Όμως, θύμα του είναι επίσης η ευημερία στην ΕΕ και την ευρωζώνη ειδικότερα. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.