Όταν κανείς έβλεπε φωτογραφίες και βίντεο από το κατεστραμμένο Χαλέπι στη Συρία πριν από μερικά χρόνια, του δημιουργείτο η εντύπωση ότι ήταν το αποτέλεσμα του πολυετούς πολέμου μεταξύ των Ισλαμιστών και των αντιπάλων τους.
Χρειάστηκε ο βομβαρδισμός ουκρανικών πόλεων από το Χάρκοβο μέχρι τη Μαριούπολη από τη ρωσική αεροπορία και το πυροβολικό, για να μάθουμε την αλήθεια που Ρώσοι, δυτικές υπηρεσίες και αναλυτές σε εξειδικευμένα ινστιτούτα του εξωτερικού γνώριζαν αλλά έκρυβαν.
Πράγματι, οι μάχες για το Χαλέπι κράτησαν δύο και πλέον χρόνια, όμως η πόλη καταστράφηκε από ρωσικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε διάστημα 14 ημερών.
Προφανώς, ο σκοπός, δηλ. η κατατρόπωση του Ισλαμικού Κράτους, αγίαζε τα μέσα.
Σήμερα, αρκετά τέτοια συμβάντα βγαίνουν στη φόρα, καθώς ο πόλεμος προπαγάνδας μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας για την Ουκρανία μαίνεται.
Αξίζει λοιπόν να σταθούμε σ’ ένα άλλο γεγονός που μας έχει κάνει εντύπωση και έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης. Αναφερόμαστε στις χρηματοοικονομικές κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία για να την τιμωρήσει και ενδεχομένως να πείσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν να κάνει πίσω.
Ως γνωστόν, ένα από τα μέτρα ήταν το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας και η αποκοπή αρκετών ρωσικών εμπορικών τραπεζών από το SWIFT.
Οι κυρώσεις εναντίον της ρωσικής κεντρικής τράπεζας απέβλεπαν στη διατάραξη της νομισματικής σταθερότητας και στην υπονόμευση του νομίσματος, δηλ. του ρουβλιού. Κι αυτό γιατί τα μισά και περισσότερα από τα 630 δισ. δολάρια που είχε στην άκρη μπλοκαρίστηκαν, σύμφωνα με αναλυτές.
Μια ματιά στην πορεία της ισοτιμίας δολαρίου/ρουβλιού δείχνει πως πήγε από 75 ρούβλια το δολάριο στα μέσα Φεβρουαρίου, στα 130 σήμερα. Πρόκειται για ισχυρό χτύπημα που θα κάνει τη ζωή χειρότερη του μέσου Ρώσου πολίτη, ιδίως αν συνυπολογισθούν και οι άλλες κυρώσεις.
Ομως, εκτιμάται πως δεν είναι τέτοια που να καθιστά απαγορευτική τη συνέχιση της εισβολής στην Ουκρανία. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο λόγω του χρυσού και της γραμμής swap που έχει η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας με την Κίνα.
Δεν είναι απαγορευτική κυρίως γιατί κάθε μέρα η ΕΕ πληρώνει πάνω από 1 δισ. ευρώ στην Gazprom κι άλλες ρωσικές εταιρείες που υποχρεούνται να μετατρέπουν το 80% του σκληρού συναλλάγματος που εισπράττουν σε ρούβλια στην κεντρική τους τράπεζα.
Έχουμε λοιπόν το παράδοξο, από τη μια πλευρά, οι χώρες της ΕΕ να ανακοινώνουν κυρώσεις εναντίον της κεντρικής τράπεζας για να προκαλέσουν κατάρρευση του χρηματοοικονομικού τομέα της Ρωσίας και από την άλλη, να ενισχύουν τα συναλλαγματικά της αποθέματα.
Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η ΕΕ εξήγγειλε το σχέδιο για τη δραστική μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου κατά 2/3 μέχρι το τέλος του 2022.
Αν το επιτύχει, θα μπορέσει να σφίξει ακόμη περισσότερο τα λουριά με το παγκόσμιο διατραπεζικό σύστημα επικοινωνίας (SWIFT), αποκλείοντας κι άλλες ρωσικές τράπεζες.
Φυσικά, δεν ξέρουμε αν η ΕΕ θα μπορέσει να υλοποιήσει το σχέδιό της, καθώς σημαντικό ρόλο παίζει κι ο καιρός, που δεν είναι προβλέψιμος.
Επιπλέον, τα περισσότερα έσοδα της Ρωσίας προέρχονται από εξαγωγές πετρελαίου κι όχι φυσικού αερίου. Επομένως, ίσως είναι πιο λογικό να πλημμυρίσουν την παγκόσμια αγορά με πετρέλαιο για να καταρρεύσουν οι τιμές, αν θέλουν να την τιμωρήσουν.
Αυτό όμως προϋποθέτει να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου χώρες όπως τα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία και να μπουν στην εξίσωση χώρες όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, αγγίζοντας γεωπολιτικά ζητήματα.
Και φυσικά να σταθεροποιηθεί η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο, που συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης.
Κοντολογίς, οι υφιστάμενες δυτικές κυρώσεις έχουν μια μεγάλη τρύπα που τις καθιστούν εν μέρει αναποτελεσματικές και η εναλλακτική είναι περίπλοκη.