Η ίδρυση του ΟΗΕ το 1945 βρήκε τη Σοβιετική Ένωση με τρία κράτη-μέλη. Τη Σοβιετική Ένωση, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, παρότι οι δύο τελευταίες δεν ήταν ανεξάρτητα κράτη. Ο λόγος; Ο Στάλιν ήθελε να έχει τρεις ψήφους στον ΟΗΕ. Γι’ αυτό η Ουκρανία και η Λευκορωσία δεν χρειάσθηκε να υποβάλουν αίτηση για να γίνουν μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
Τα εσωτερικά σύνορα των δύο χωρών που χαράχθηκαν με βάση τα συμφέροντα της εποχής επί Σοβιετικής Ένωσης έγιναν εξωτερικά, συμπεριλαμβάνοντας περιοχές που κατοικούνταν ιστορικά από Ρώσους. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ήταν αξιωματούχος της Γκα Κε Μπε και υπηρετούσε στη Δρέσδη στην Ανατολική Γερμανία όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου το 1989, που έστρωσε τον δρόμο προς την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Πούτιν έχει χαρακτηρίσει την κατάρρευση ως τη «μεγαλύτερη πολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα».
Για εκείνους που ζουν εκτός Ρωσίας -εκτός των κομμουνιστών- ακούγεται υπερβολικό αλλά εκείνοι που έζησαν εκεί τα βλέπουν διαφορετικά. Οι τελευταίοι είδαν την κυβέρνηση στη Μόσχα, που είχε σχεδόν την ίδια δύναμη με τις ΗΠΑ για σχεδόν 50 χρόνια, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της και να μην ανακάμπτει ξανά από τότε. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ανταποκριτές ξένων μέσων στη Ρωσία κάνουν μια διαφοροποίηση όταν ερωτούνται σήμερα αν ο πληθυσμός υποστηρίζει την εισβολή στην Ουκρανία. Όσοι είχαν ζήσει στη Σοβιετική Ένωση είναι κατά κανόνα υπέρ της εισβολής, αλλά όσοι γεννήθηκαν μετά την κατάρρευση, δηλ. οι νέοι, είναι κατά, ισχυρίζονται.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν τραυματική και συνεχίζει να ορίζει τη σημερινή ταυτότητα της Ρωσίας. Η χώρα μπορεί να είναι στρατιωτικά ισχυρή, αλλά δεν είναι τόσο ικανή όσο ήταν κάποτε η Σοβιετική Ένωση στη διασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων. Η παρουσία του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, στην πίσω αυλή τους εκλαμβάνεται ως μεγάλη απειλή. Γι’ αυτούς η Λευκορωσία και η Ουκρανία αποτελούν σημαντικές ζώνες ανάσχεσης των Δυτικών δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ξένοι εισβολείς -ναζί και Ναπολέων- προτίμησαν να πάνε προς τη Μόσχα μέσω του Σμόλενσκ, που απέχει 55 χιλιόμετρα από τα σύνορα της Λευκορωσίας. Αυτό εξηγεί τη ρωσική στήριξη προς τον Αλεξάντερ Λουκασένκο στη Λευκορωσία και την κατάληψη της Κριμαίας, όπου βρίσκεται ο ναύσταθμος της Σεβαστούπολης, μετά την απώλεια του Κιέβου το 2014. Με τις τιμές της ενέργειας στα ύψη, το οικονομικό περιβάλλον ευνοούσε επίσης μια πολεμική επιχείρηση για την ανάκτηση του ελέγχου της Ουκρανίας.
Ιδιαίτερα, η Ουκρανία λόγω του μεγάλου μεγέθους της προσφέρει στη Ρωσία πολύτιμο χρόνο σε περίπτωση Δυτικής επίθεσης. Το στοίχημα του Πούτιν ήταν πως οι ΗΠΑ δεν θα σπεύσουν σε βοήθεια κι αν το κάνουν, θα διαιρέσουν τους Ευρωπαίους. Η επιφυλακτικότητα θα περιόριζε την όποια συλλογική αντίδραση του ΝΑΤΟ. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Ακόμη χειρότερα, οι Ουκρανοί αντιστέκονται ενώ ο ρωσικός στρατός δεν έχει εμπλακεί ξανά σε επιθετικές κινήσεις με πολλές μεραρχίες μηχανοκίνητων από το 1945.
Όταν 60 χρόνια πριν, το 1962, ο Τζον Κένεντι αποφάσιζε την αποστολή περιορισμένου αριθμού Αμερικανών πεζικάριων και αεροπορικών δυνάμεων στο Βιετνάμ, κατανοούσε ότι πέρναγε μια γραμμή. Όμως, δεν μπορούσε να φαντασθεί την εξέλιξη του πολέμου. Κι αυτό γιατί οι ηγέτες δεν μπορούν να δηλώσουν πως το πείραμά τους απέτυχε, επειδή δεν μπορούν να παραδεχθούν πως έπαιζαν με τις ζωές των στρατιωτών. Είναι πιθανόν ο Πούτιν να μην αποτελέσει εξαίρεση, από τη στιγμή που η Ρωσία θα πρέπει να εμφανίζεται ισχυρή. Όμως, η πραγματική δύναμη διαρκεί καιρό. Οι αυταπάτες είναι εφήμερες.