Πάνε πολλά χρόνια από τότε που μιλούσαμε με τον Γιάννο Κοντόπουλο, τον νέο διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΧΑΕ, για την κατάσταση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και την ελληνική οικονομία και αγορά. Ήταν η εποχή που εργαζόταν στη Merrill Lynch μαζί με τον κ. Αλεξ Πατέλη, τον νυν διευθυντή του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού. Η εικόνα που είχαμε σχηματίσει ήταν εκείνη ενός σοβαρού ανθρώπου που είχε άποψη για τις οικονομίες, τα νομίσματα και τα ομόλογα και καταλάβαινε τη λειτουργία των αγορών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, ο εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος και φίλαθλος του Ηρακλή κ. Κοντόπουλος απέκτησε νέες εμπειρίες και βιώματα. Δεν γνωρίζουμε αν στις τελευταίες προστέθηκαν οι μετοχές. Όμως, οι σημαντικότερες αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει ως διευθύνων σύμβουλος της ΕXΑΕ αφορούν το Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.) και πιο συγκεκριμένα το μέλλον του.
Ο κ. Κοντόπουλος αντιλαμβάνεται ότι το Χρηματιστήριο δεν είναι απλά ένα μέρος που μερικοί επενδύουν χρήματα κι άλλοι σπεκουλάρουν για να βγάλουν κέρδος. Συμβαίνει κι αυτό. Όμως, ο πρωταρχικός ρόλος του Χρηματιστηρίου είναι να αποτελεί πηγή άντλησης κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει πάψει προ πολλού να παίζει αυτό τον ρόλο και υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό. Τα λεφτά που χάθηκαν με το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας το 1999 πλήγωσαν την τσέπη των αγοραστών και την αξιοπιστία του θεσμού. Η διάλυση των εισηγμένων και μη επενδυτικών εταιρειών από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα στέρησε πολύτιμα εγχώρια θεσμικά κεφάλαια. Με άλλα λόγια, η συρρίκνωση της εγχώριας επενδυτικής βάσης και το μειωμένο ενδιαφέρον που αντανακλάται στον μικρό αριθμό ενεργών κωδικών. Όμως, τα μεγαλύτερα προβλήματα στο διάστημα που μεσολάβησε, ήταν και είναι η πληθώρα των κανονισμών και τα υψηλά κόστη για τις εισηγμένες εταιρείες από τη μια πλευρά και η έλλειψη αξιόλογων εταιρειών προς εισαγωγή στο Χ.Α. από την άλλη.
Προφανώς, ούτε ο κ. Κοντόπουλος ούτε κανένας άλλος διευθύνων θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όταν δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν διαθέτει ένα μεγάλο κλάδο με εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, που θα μπορούσαν να είναι υποψήφιες για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.). Ασφαλώς, θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα σε θέματα κανονισμών και κόστους, αλλά δεν είμαστε σίγουροι πως αυτό αρκεί από μόνο του.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν τίθεται το ερώτημα για τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει το Χ.Α. στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Θα πρέπει να συνεχίσει να πορεύεται μόνο του ή μήπως έχει έλθει η ώρα να προσδεθεί στο άρμα ενός μεγάλου ξένου Χρηματιστηρίου όπως το Euronext; Κοινώς, να εξαγορασθεί, για να είμαστε ακριβείς.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι π.χ. το Euronext θα ενδιαφερθεί για το Χρηματιστήριο Αθηνών. Στελέχη επενδυτικής τραπεζικής ισχυρίζονται ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο παρελθόν αλλά όχι τώρα. Παρ’ όλα αυτά το Euronext εμφανίζεται να εφαρμόζει επεκτατική πολιτική από το 2014 που έγινε εισηγμένο. Στις παρουσιάσεις που κάνει, αναφέρεται στην επέκτασή του στις Σκανδιναβικές αγορές και στην Ιταλία. Το γεωγραφικό του αποτύπωμα θα μπορούσε να συμπεριλάβει το Χ.Α. στη σωστή τιμή, κατά την ταπεινή μας άποψη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εισηγμένες στο Χ.Α. θα είχαν το πλεονέκτημα της διαπραγμάτευσης των μετοχών τους σε μια διεθνή πλατφόρμα που χρησιμοποιούν πολλοί ξένοι θεσμικοί επενδυτές.
Δεν ξέρουμε τι σχέδια έχουν οι κ.κ. Κοντόπουλος και Πατέλης για το Χρηματιστήριο Αθηνών. Όμως, το ανωτέρω ερώτημα θα τους απασχολήσει αργά ή γρήγορα.