Λίγο πριν μπει η νέα χρονιά, οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία αυξάνονται. Είναι λοιπόν θετικό ότι έχει τουλάχιστον κάπου να ακουμπήσει.
Η μια χώρα μετά την άλλη στην ευρωζώνη παίρνουν περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της μολυσματικής μετάλλαξης Όμικρον, τα οποία θα έχουν λογικά αρνητικό αποτύπωμα στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει τους ισχυρότερους εμπορικούς και οικονομικούς δεσμούς.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές του φυσικού αερίου καταγράφουν σημαντική αύξηση καθώς ο χειμώνας αυξάνει τη ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα και θέρμανση και τα αιολικά πάρκα στη Γερμανία παράγουν λιγότερο. Η αύξηση των τιμών τροφοδοτεί τον ήδη υψηλό πληθωρισμό τόσο άμεσα όσο κι έμμεσα, πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η διάρκεια των ανωτέρω φαινομένων και των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται θα κρίνουν την επίδρασή τους στις εθνικές οικονομίες.
Τι έχει να αντιτάξει η ελληνική οικονομία απέναντι σ’ αυτές τις δυσκολίες; Σωστά είναι τα επιχειρήματα για τα λεφτά που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ στην ελληνική οικονομία. Όμως, υπάρχουν καθυστερήσεις και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα ακριβή ποσά.
Τι έχουμε χειροπιαστό σ’ αυτή τη συγκυρία; Η απάντηση είναι τα λεφτά που μπορεί να διαθέσει η ΕΚΤ για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα από τη δευτερογενή αγορά, δηλ. τις ελληνικές και ξένες τράπεζες, funds κ.λπ. μέχρι το τέλος του 2024. Πόσα λεφτά είναι αυτά; Πρώτον, οι καθαρές αγορές στις οποίες μπορεί να προχωρήσει μέχρι και τον Μάρτιο του 2022 που εκτιμώνται σε 3,5 δισ. ευρώ περίπου. Δεύτερον, τα λεφτά που θα μπορεί να επανεπενδύσει σε ελληνικά ομόλογα από τις λήξεις. Αυτά εκτιμώνται σε 16-17 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2024. Κοινώς, η ΕΚΤ μπορεί να διαθέσει κάπου 19,5-20 δισ. ευρώ για αγορές ομολόγων την επόμενη τριετία, σύμφωνα με άτομα που έχουν γνώση του θέματος.
Το ανωτέρω ποσό είναι μεν σημαντικό αλλά δεν φαντάζει μεγάλο, αν σκεφθεί κανείς ότι η Ελληνική Δημοκρατία σχεδιάζει νέες εκδόσεις ομολόγων έως 12 δισ. ευρώ το 2022. Από την άλλη πλευρά, το ποσό του νέου ετήσιου δανεισμού της χώρας αναμένεται να υποχωρήσει από το 2023 και μετά, αν ο προϋπολογισμός επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αν μάλιστα προσθέσουμε τα 30 δισ. (λόγω αποπληρωμών χρέους προς το ΔΝΤ και την ΕΕ) από τα 39 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, το «μαξιλάρι ρευστότητας» -γιατί το δυνητικό ποσό που μπορεί να διατεθεί από επίσημες πηγές για αγορές ελληνικού χρέους πλησιάζει τα 50 δισ. ευρώ.
Θεωρητικά, αυτό σημαίνει πως η χώρα έχει καλύψει τις προβλεπόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες μιας πενταετίας. Είναι το καταφύγιο στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του σημερινού άρθρου. Όμως, όπως έχουμε πει κι άλλες φορές στο παρελθόν, υπάρχουν άλλες παράμετροι είτε εσωτερικές (αδύναμη κυβέρνηση) είτε εξωτερικές (εκτόξευση των επιτοκίων) που θα μπορούσαν να κάνουν το καταφύγιο να μπάζει.