Αν το χρηματιστήριο είναι προεξοφλητικός μηχανισμός των μελλοντικών κερδών των εισηγμένων επιχειρήσεων, η γενική εικόνα των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών θα έπρεπε να προβληματίσει.
Ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο Αθηνών υποχωρεί 4% περίπου το τελευταίο εξάμηνο και καταγράφει κέρδη 11% περίπου στο 12μηνο. Ο ίδιος δείκτης βρίσκεται σήμερα στις 565 μονάδες, δηλ. εκεί περίπου που ήταν στις αρχές Μαρτίου του 2020. Σημειώνεται ότι ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε στις 885 μονάδες στα τέλη του 2019, δηλ. υποχωρεί κατά 36%.
Δεν θα το χαρακτήριζε κανείς ικανοποιητική επίδοση παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες ήταν συνεπείς ως προς το αφήγημα της αισθητής βελτίωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των χορηγήσεών τους τα τελευταία έτη.
Στο τέλος του α' εξαμήνου του 2021, ο λόγος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 20,3% έναντι 30,1% στο τέλος του 2020, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Ο λόγος αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο μέχρι το τέλος της χρονιάς προς το 12% και να πέσει σε μονοψήφιο νούμερο το 2022. Δεν μπορεί πάντως να διαφύγει της προσοχής του SSM και της επενδυτικής κοινότητας πως ακόμη κι αν ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων μειωθεί στο 6%-9% στο τέλος του 2022 θα είναι πολλαπλάσιος του μέσου όρου της ευρωζώνης, που βρίσκεται κοντά στο 2%. Επιπλέον, υπάρχουν κάποια ερωτήματα όσον αφορά την πλήρη καταγραφή της επίδρασης της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, αν και η πορεία των ΜΕΔ είναι καθοδική. Βοηθούσης ενδεχομένως της κρατικής στήριξης.
Όμως, είναι σαφές ότι το στόρι της δραστικής μείωσης των ΜΕΔ φθάνει στο τέλος του και τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να βρουν ένα άλλο πειστικό αφήγημα, που θα οδηγεί σε υψηλότερη, διατηρήσιμη κερδοφορία για τους μετόχους τους. Η μείωση του λειτουργικού κόστους δεν μπορεί παρά να είναι μέρος αυτού του αφηγήματος, αλλά προφανώς δεν φτάνει στην Ελλάδα.
Με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα να έχουν αυξηθεί κατά 28,6 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2021, και τα επίσημα επιτόκια της ΕΚΤ σε πολύ χαμηλά επίπεδα, οι τράπεζες θα πρέπει να βγάλουν λεφτά από την πλευρά του παθητικού (liabilities). Πώς; Πουλώντας επενδυτικά προϊόντα στους καταθέτες και εισπράττοντας προμήθειες. Όμως, το ακόμη μεγαλύτερο βήμα που θα πρέπει να κάνουν είναι στην πλευρά του ενεργητικού. Οι τράπεζες δεν μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν έναν περιορισμένο αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων με σφιχτά spreads που συμπιέζουν τα έσοδα και την κερδοφορία τους.
Γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερα ρίσκα, δανειοδοτώντας πολύ περισσότερους ιδιώτες και μικρότερες επιχειρήσεις. Η αύξηση των στεγαστικών δανείων είναι πιο εύκολη υπόθεση, από τη στιγμή που υπάρχει ενέχυρο και έχουν εμπειρία. Πολύ πιο δύσκολη περίπτωση αποτελεί η δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όμως, αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες και προϋποθέτει καλό υπολογισμό του πιστωτικού ρίσκου κάθε επιχείρησης.
Αν οι τράπεζες θέλουν να ενισχύσουν την κερδοφορία τους, δεν μπορεί να αφήσουν απέξω τέτοιες επιχειρήσεις. Θα πρέπει λοιπόν να πάρουν μεγαλύτερα, λελογισμένα ρίσκα για να βοηθήσουν την κερδοφορία τους, τις εταιρείες και κατ’ επέκταση την εθνική οικονομία.