Ο Νοέμβριος είναι συνήθως ο μήνας που οι θεσμικοί επενδυτές (funds κάθε είδους) «κλείνουν» τα βιβλία τους, κάνοντας απολογισμό της χρονιάς και των μπόνους και σχεδιάζουν την επενδυτική στρατηγική τους για την επόμενη.
Το ίδιο γίνεται φέτος αλλά οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν είναι διαφορετικές από τα προηγούμενα χρόνια.
Η ΕΚΤ και η Fed έχουν επικοινωνήσει ότι δεν πρόκειται να αυξήσουν τα επιτόκια παρέμβασης καθώς θεωρούν τον πληθωρισμό προσωρινό φαινόμενο. Από την άλλη πλευρά, όμως, είτε ξεκίνησαν (Fed) είτε αναμένεται να ξεκινήσουν (ΕΚΤ) τον περιορισμό των αγορών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά.
Με αρκετές ανεπτυγμένες χρηματιστηριακές αγορές να βρίσκονται στα ύψη, υποβοηθούμενες από καλύτερες των αναμενομένων κερδοφορίες και τα πολύ χαμηλά επιτόκια και τις αγορές ομολόγων να είναι ακριβές, το παζλ που καλούνται να λύσουν είναι πιο δύσκολο.
Γνωρίζουν ότι πριν από τη Μεγάλη Υφεση του 2008, οι οικονομίες επηρεάζονταν σε μεγάλο βαθμό από τον πιστωτικό κύκλο. Οι τράπεζες θα δάνειζαν αυξάνοντας την κερδοφορία τους, αλλά από κάποιο σημείο και μετά η οικονομία είχε μεγάλη μόχλευση.
Τότε, οι τράπεζες θα μείωναν τον δανεισμό τους, συρρικνώνοντας την οικονομία και κάποιες επιχειρήσεις δεν θα τα κατάφερναν.
Αυτή η εποχή έφτασε στο τέλος της με τη μεγάλη οικονομική κρίση και το υπερβάλλον χρέος αντιμετωπίστηκε με τη μεταφορά του στον δημόσιο τομέα από τον χρηματοοικονομικό. Η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» του Σουμπέτερ και της υψηλής μεταβλητότητας στις αγορές που ήταν αναγκαίο μέρος του συστήματος προηγουμένως δεν έλαβε χώρα.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πολλών εταιρειών που φυτοζωούν -ζόμπι- καθώς εξυπηρετούν μεν με τους τόκους των δανείων αλλά δεν έχουν την προοπτική να αποπληρώσουν το χρέος τους και να επενδύσουν. Αρκετοί θεωρούν ότι εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη καθώς δεν απελευθερώνουν πόρους για πιο παραγωγικές επενδύσεις.
Το συσσωρευμένο χρέος δεν αντιμετωπίζεται με χρεοκοπίες ή πληθωρισμό (τουλάχιστον προς το παρόν) αλλά με τη συγκέντρωσή του στα χέρια των κεντρικών τραπεζών. Αυτό έχει δώσει στις τελευταίες ένα νέο μέσο σταθεροποίησης της οικονομίας.
Οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν τις κινητές αξίες -κυρίως ομόλογα- που έχουν αγοράσει, παρεμβαίνοντας για την εξομάλυνση των οικονομιών και τη μείωση της μεταβλητότητας στις αγορές. Επιπλέον, δείχνουν ότι δεν θέλουν να απεμπολήσουν αυτό το εργαλείο πολιτικής.
Ακόμη λοιπόν κι αν επιθυμούν να μειώσουν τα ομόλογα που κατέχουν (QE) για να περιορίσουν δυνητικές υπερβολές, οι κεντρικές τράπεζες παρεμβαίνουν γρήγορα στις αγορές, όταν υπάρχουν σημάδια οικονομικής αστάθειας για να αποφύγουν μια νέα κρίση.
Για μερικούς παρατηρητές, αυτή η πολιτική έχει οδηγήσει σε μεγάλες φούσκες στις αγορές, που σε κάποιο σημείο θα σκάσουν, προκαλώντας ανείπωτη οικονομική καταστροφή.
Μέχρι στιγμής, αυτή η πολιτική έχει αποτρέψει μια μεγάλης έκτασης οικονομική συρρίκνωση από επιμέρους εστίες κρίσης, π.χ. η ελληνική κρίση χρέους, η κινεζική αγορά ακινήτων κ.λπ. αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το μέλλον.
Επανερχόμενοι στα περισσότερα funds που χαράσσουν την επενδυτική στρατηγική τους για την επόμενη χρονιά, η αίσθηση που αποκομίζουμε, είναι πως η πλειοψηφία θα ποντάρει στη συνέχιση της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Είναι κάτι που θέλουν τόσο οι «ταύροι» όσο και οι εταιρείες-ζόμπι.