O πληθωρισμός στην Ελλάδα κινήθηκε ανοδικά για 5ο συνεχόμενο μήνα τον Σεπτέμβριο, σκαρφαλώνοντας στο 2,2% σε ετήσια βάση. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2012, σύμφωνα με την Τrading Εconomics.
Ακόμη κι έτσι, απέχει πολύ από το υψηλό του 33,7% που καταγράφηκε τον Ιανουάριο του 1974, κατά τη διάρκεια της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης. Ή τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό της περιόδου 1960-2020, που ανήλθε σε 8% περίπου. Υπολείπεται επίσης της ανόδου του πληθωρισμού στη Γερμανία, που έφθασε το 4,1% τον περασμένο Σεπτέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 28 ετών. Και ακόμη περισσότερο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ που ανέβηκε στο 5,4% τον Σεπτέμβριο, καταγράφοντας υψηλό 13 ετών.
Είναι προφανές ότι η σημαντική άνοδος του μέσου επιπέδου τιμών καταναλωτή συνδέεται με τα προβλήματα στην προμήθεια πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων από την Κίνα κι αλλού για την παραγωγή τελικών προϊόντων, π.χ. ηλεκτρονικά είδη, την αύξηση του κόστους μεταφοράς και των τιμών της ενέργειας. Όμως, ο ορισμός του νομπελίστα Μίλτον Φρίντμαν για τον πληθωρισμό, δηλ. πάρα πολύ χρήμα κυνηγάει λίγα αγαθά, παραμένει ενδιαφέρων και ίσως περιγράφει αυτό που συμβαίνει. Όσο περισσότερο χρήμα υπάρχει σε μια οικονομία σε σχέση με την παραγωγή προϊόντων, τόσο υψηλότερα θα τείνει να πάει το μέσο επίπεδο τιμών μακροπρόθεσμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι περίοδοι υψηλού πληθωρισμού ή υπερπληθωρισμού είναι σχεδόν αποκλειστικό φαινόμενο χωρών των οποίων οι οικονομίες συρρικνώνονται, δηλ. παράγουν λιγότερα αγαθά. Αντίθετα, το φαινόμενο του επιμένοντος αποπληθωρισμού παρατηρείται σχεδόν πάντοτε όταν υπάρχει ανάπτυξη.
Στον ορισμό του χρήματος περιλαμβάνεται τόσο το ρευστό όσο και τα κρατικά ομόλογα, εκτός των άλλων. Αν η ιστορία των τελευταίων 10-13 χρόνων στη Δύση και διεθνώς μας διδάσκει κάτι, αυτό είναι πως ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρεί ακόμη κι όταν οι κεντρικές τράπεζες πλημμυρίζουν το σύστημα με χρήμα σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι μπορεί να μη θέλουν να ξοδέψουν το χρήμα τους. Αντίθετα, μπορεί να θέλουν να το αποταμιεύσουν, οδηγώντας σε πτώση της κυκλοφοριακής ταχύτητας του χρήματος. Η επιθυμία π.χ. των ξένων κεντρικών τραπεζών να διακρατήσουν δολάρια για να αποτρέψουν την ανατίμηση του νομίσματος είναι ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει πως η αύξηση της προσφοράς δολαρίων έχει ουδετεροποιηθεί, αποτρέποντας τη συνεχή αύξηση του πληθωρισμού.
Το πρόβλημα είναι πως το χρήμα συνεχίζει να υπάρχει και λειτουργεί ως μελλοντική πηγή πληθωρισμού, όταν ξοδευτεί. Υπό αυτή την έννοια, η πτωτική κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος ίσως είναι λόγος για να ανησυχεί κάποιος ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει στο μέλλον, όταν η αποταμίευση υποχωρήσει. Με άλλα λόγια, ο μοναδικός λόγος που μια αυξανόμενη προσφορά χρήματος ως προς το ΑΕΠ θα αποτύχει να πυροδοτήσει τον πληθωρισμό είναι αν οι κάτοχοι του χρήματος συνεχίσουν να πιστεύουν ότι θα διατηρήσει την αξία του παρά τις αυξανόμενες ποσότητες χρήματος.
Είναι ειρωνικό αλλά για τους οπαδούς αυτής της άποψης, η πίστη στη θεωρία πως ο πληθωρισμός είναι νεκρός έχει οδηγήσει στις μη ορθολογικές δημοσιονομικές πολιτικές των μεγάλων ελλειμμάτων και της εκτύπωσης χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες που εγγυώνται την επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Ο χρόνος θα δείξει αν έχουν δίκιο.