Πριν από ένα χρόνο περίπου, είχαμε ρωτήσει κυβερνητικό αξιωματούχο πόσο περίπου θα κόστιζε τυχόν απόκτηση των δύο γαλλικών φρεγατών Belharra που προτιμούσαν οι επιτελείς του Γεν. Επιτελείου Ναυτικού έναντι των προτεινόμενων αμερικανικών κ.λπ. Η απάντηση που είχαμε λάβει, ήταν 3,8 δισ. ευρώ. Ρωτήσαμε πρόσφατα τον ίδιο αξιωματούχο πόσο θα μας κοστίσουν οι τρεις γαλλικές φρεγάτες που παραγγείλαμε με τον εξοπλισμό τους. Η απάντηση ήταν 4,5 δισ. ευρώ περίπου.
Είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά της σημερινής τιμής από την περσινή και αυτή είναι λογικά αποτέλεσμα της συγκυρίας (γεωπολιτική συμφωνία AUKUS). Παρ’ όλα αυτά, το ποσό δεν είναι μικρό αλλά μπορεί να μην επιβαρύνει τελικά το δημόσιο χρέος, υπό κάποιες εύλογες προϋποθέσεις. Γιατί;
Ως γνωστόν, η χώρα συνεχίζει να διατηρεί ένα υψηλό «μαξιλάρι» ρευστότητας, που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση και συνεχίζει η σημερινή. Το απόθεμα ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ και τα μισά περίπου είναι δεσμευμένα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Η πρόθεση είναι να μειωθεί σημαντικά το «μαξιλάρι», όταν η χώρα αναβαθμισθεί στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που δεν αναμένεται πριν από το 2023, αν φυσικά όλα πάνε καλά. Το «μαξιλάρι» προσμετράται στο δημόσιο χρέος της χώρας, που εμφανίζεται πιο φουσκωμένο λόγω αυτού, αν και εμφανίζεται ως ρευστό. Αν λοιπόν μειωθεί το «μαξιλάρι», το χρέος θα μειωθεί ισόποσα, γιατί είναι δανεικά. Αν ένα μέρος του αποθέματος ρευστότητας χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή νέου χρέους, π.χ. φρεγάτες, το χρέος δεν θα μεταβληθεί. Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί πως μπορεί να προκύψουν κι άλλες ανάγκες, π.χ. κατάπτωση κρατικών εγγυήσεων για ΗΡΑΚΛΗ κ.λπ., για χρήση του αποθέματος και να μην περισσεύουν λεφτά. Προφανώς, σε μια τέτοια περίπτωση, η χώρα θα πρέπει να δανειστεί για να αγοράσει τον στρατιωτικό εξοπλισμό και θα επιβαρυνθεί το χρέος. Γι’ αυτό τον λόγο μιλήσαμε για εύλογες προϋποθέσεις.
Όμως, ακόμη κι αν το χρέος δεν αυξηθεί από την αγορά των γαλλικών φρεγατών, τα δημοσιονομικά περιθώρια θα περιορισθούν τα χρόνια που θα παραλάβουμε τις φρεγάτες, π.χ. 2025-2026 και επομένως οι κινήσεις της τότε κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί οι δαπάνες καταγράφονται στον κρατικό προϋπολογισμό τη χρονιά που παραλαμβάνουμε το στρατιωτικό υλικό. Αν λοιπόν είναι να εμφανίσουμε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, τα λεφτά θα πρέπει να εξοικονομηθούν από αλλού, π.χ. μείωση άλλων δαπανών ή/και αύξηση εσόδων.
Αυτό φέρνει στο νου το λάθος που είχε γίνει με τη δημοσιονομική καταγραφή του 2004, με επίκεντρο τις στρατιωτικές προμήθειες και οδήγησε σε αναθεώρηση των ελλειμμάτων των προηγούμενων ετών, ανεβάζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 1999 πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Τα νούμερα του 1999 έκριναν για την Ελλάδα την είσοδο στην ΟΝΕ το 2001, ενώ το κριτήριο για τις άλλες χώρες που μπήκαν το 1999 ήταν τα νούμερα του 1997. Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί η Ελλάδα ότι «μαγείρεψε» τα νούμερα για να μπει στην ευρωζώνη, χωρίς να ικανοποιεί το δημοσιονομικό κριτήριο. Ο λόγος; Η τότε κυβέρνηση είχε αλλάξει τον τρόπο καταγραφής των στρατιωτικών δαπανών, ώστε να καταχωρείται η δαπάνη όταν υπογράφονταν τα συμβόλαια και όχι κατά την παραλαβή. Φυσικά, αυτό άλλαξε με απόφαση της Eurostat λίγα χρόνια αργότερα, όμως η ζημιά είχε γίνει και το όνομα μας είχε βγει. Δεν συνέβη το ίδιο με την Ισπανία, της οποίας το αναθεωρημένο κρατικό έλλειμμα ξεπέρασε το 3% του ΑΕΠ το 1997 αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε, ούτε καν το παρατήρησε.
Ομολογουμένως, έχουμε ταλέντο στο να βγάζουμε τα μάτια μας.