Τι σχέση έχει η Ελλάδα με τους τιμωρούς της αγοράς ομολόγων;
Κάποτε, επενδυτές στην αγορά ομολόγων έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους, πουλώντας μαζικά ομόλογα και στέλνοντας τις αποδόσεις τους σε υψηλά επίπεδα, για να τιμωρήσουν χώρες με διογκούμενα ελλείμματα, υψηλό πληθωρισμό και αδύναμα νομίσματα.
Μ’ αυτό τον τρόπο ανάγκαζαν κυβερνήσεις να γίνουν πιο σοβαρές και φειδωλές.
Οι επονομαζόμενοι vigilantes ή τιμωροί των αγορών έκαναν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους τη δεκαετία του 1980. Τότε καταγράφηκαν επεισόδια όπου οι αποδόσεις των ομολόγων έπαιρναν την ανιούσα και ακολούθως οι οικονομίες την κατιούσα.
Την τελευταία φορά που έκαναν αισθητή την παρουσία τους, σύμφωνα με τον Edward Yardeni που τους «βάφτισε» vigilantes το 1983, ήταν η ελληνική κρίση του 2010-2011.
Από τότε δεν έχουν ξανακάνει αισθητή την παρουσία τους. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι τιμές των ομολόγων και συνακόλουθα οι αποδόσεις τους δεν διαμορφώνονται όπως σε μια ελεύθερη, ανταγωνιστική αγορά.
Οι κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν πλέον ανορθόδοξες πολιτικές, παρεμβαίνοντας απευθείας στις αγορές ομολόγων και διαμορφώνοντας σε σημαντικό βαθμό τις τιμές.
Είναι μια πρακτική που ξεκίνησε από τη Fed των ΗΠΑ το 2008-2009 και συνεχίζεται, κρίνοντας από τον μεγάλο όγκο ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις.
Ακόμη κι αν οι τιμωροί ήθελαν να επανακάμψουν, δεν θα ήταν εύκολο, γιατί οι κεντρικές τράπεζες θα τους έβαζαν εμπόδια.
Ομως, αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί για πάντα. Ο Ρίτσαρντ Νίξον αντιλήφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ότι το σύστημα που βασιζόταν στη σύνδεση του χρυσού με το δολάριο είχε φθάσει στο τέλος και πήγε σε κάτι άλλο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ίδιο να συμβεί με τα σημερινά προγράμματα αγοράς τίτλων (QE).
Θα μπορούσε επίσης να συμβεί, αν ο πληθωρισμός αποκτούσε μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Οι πιο ευάλωτες χώρες σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν λογικά οι υπερχρεωμένες χώρες χωρίς ανταγωνιστικές οικονομίες.
Η Ελλάδα, με δημόσιο χρέος πάνω από το 200% του ΑΕΠ και υψηλά πρωτογενή ελλείμματα, είναι μια από αυτές παρά το καλό προφίλ χρέους, το «μαξιλάρι» ρευστότητας κ.λπ.
Πολύ περισσότερο όταν έχει προγραμματισμένες εθνικές εκλογές το καλοκαίρι του 2023. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό έχει σημασία γιατί η δημοσιονομική πειθαρχία πάει περίπατο, ξεκινώντας κάπου ένα χρόνο πριν τις εκλογές.
Ως γνωστόν, η δημοσιονομική χαλάρωση είναι χαρακτηριστικό των ελληνικών κυβερνήσεων και εφαρμόζεται τη χρονιά των εκλογών και την προηγούμενη, δηλ. το 2022 και το μισό του 2023.
Η κυβερνητική στόχευση είναι για ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα το 2022 και πλεόνασμα το 2023.
Δεν είναι εύκολο, με μια πρώτη ματιά, παρά τις βάσιμες ελπίδες για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τη διετία. Κι ασφαλώς γίνεται δυσκολότερο λόγω της παραδοσιακής προεκλογικής δημοσιονομικής χαλάρωσης.
Γνωρίζοντας όλα αυτά και τις διπλές εκλογές που μεταφράζεται σε πολιτική αβεβαιότητα, γεννάται το ερώτημα. Θα το αγνοήσουν οι vigilantes των αγορών ή θα έχουμε επανεμφάνισή τους; Aν δεν το αγνοήσουν, θα σπεύσουν να το προεξοφλήσουν νωρίτερα, αφήνοντας στη άκρη την ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια, το 2022 αρχίζει να μοιάζει ως χρονιά προκλήσεων και μπορεί να προσελκύσει τους τιμωρούς των αγορών.
Θα τους αναστήσουμε;