Η πανδημία επιτάχυνε κάποιες εξελίξεις που ήταν ήδη σε λειτουργία στην οικονομία και την κοινωνία. Κάποιοι κλάδοι βγήκαν κερδισμένοι και κάποιοι άλλοι χαμένοι. Ανάμεσα στους κερδισμένους ήταν οι κλάδοι της τεχνολογίας, των logistics, των ταχυμεταφορών και των σούπερμαρκετ. Στους χαμένους ανήκουν οι κλάδοι του τουρισμού, της εστίασης, των αεροδρομίων κ.λπ.
Ρίχνοντας μια απλή ματιά στους κερδισμένους και στους χαμένους της πανδημίας, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς δύο πράγματα. Πρώτον, στους χαμένους ανήκουν βασικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον, στους κερδισμένους δεν υπάρχει κανένας. Η περσινή επίδοση της Ελλάδας με ύφεση άνω του 8% εξηγείται απ’ αυτό το γεγονός. Με άλλα λόγια, στο μέτρο που υπάρχουν μονιμότερες επιπτώσεις από την Covid-19 στη διεθνή και στην ελληνική οικονομία, η χώρα μας κατατάσσεται στους χαμένους. Φυσικά, οι χτυπημένοι κλάδοι θα ανακάμψουν σε κάποιο σημείο, όμως χρόνος θα έχει χαθεί και ίσως ποτέ να μην επανέλθουν εκεί που ήταν, αν και θέλουμε να ελπίζουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί.
Αυτά δεν είναι καλά νέα για την Ελλάδα, που υστερεί σοβαρά έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης στην προσαρμογή της οικονομίας της στα νέα δεδομένα και διεθνείς τάσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τον βαθμό μετασχηματισμού προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα απέχει πολύ περισσότερο από άλλες στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί σε διεθνείς συμφωνίες, π.χ. για βιώσιμη ανάπτυξη του ΟΗΕ. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με την επαναφορά σε τροχιά δημοσιονομικών πρωτογενών πλεονασμάτων να αποτελεί πρόκληση λόγω του υψηλού χρέους και κυρίως την ενδεχόμενη αντιστροφή των μέτρων στήριξης της ΕΚΤ. Όπως άλλωστε συμβαίνει με το σύνολο των προβληματικών δανείων στην οικονομία, δηλ. του τραπεζικού τομέα και εκείνων που διαχειρίζονται τρίτοι, π.χ. servicers.
Πριν ακόμη την πανδημία, οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 11%-12% του ΑΕΠ και οι συνολικές εξαγωγές στο 36%-37% περίπου. Ο κυβερνητικός στόχος είναι να διπλασιασθούν σχεδόν στο 24% και 60% αντίστοιχα απ’ όσο κατανοούμε. Είναι ένας φιλόδοξος στόχος, ο οποίος, αν επιτυγχάνετο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Μοχλός είναι τα κοινοτικά πακέτα που όλοι αναμένουν ως μάννα εξ ουρανού.
Όμως, οι επενδύσεις θα πρέπει να κατευθυνθούν στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, κυρίως, και υπηρεσιών που θα εξάγονται, για να συμβεί κάτι τέτοιο. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών ήταν κοντά στο 8% του ΑΕΠ πριν από την πανδημία, έναντι 19% για άλλες χώρες της ευρωζώνης με αντίστοιχες οικονομίες.
Είναι λογικό να δούμε το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ να αυξάνεται προς το 20% του ΑΕΠ μέχρι και το 2026. Δεν είμαστε όμως καθόλου σίγουροι ότι θα έχουμε αντίστοιχη αύξηση στις εξαγωγές με βάση τις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάπτυξης. Επαναλαμβάνουμε ότι κατανοούμε πως υπάρχουν κι άλλες ανάγκες, όμως αυτό δεν αλλάζει το συμπέρασμα. Αντίθετα, κοιτάζοντας τα πρόσφατα στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για τις εισαγωγές, διαβλέπει κανείς πως η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας συνοδεύεται από σημαντική ενίσχυση των εισαγωγών. Κι επειδή οι εισαγωγές είναι περισσότερες ως απόλυτο νούμερο από τις εξαγωγές, οδηγούμαστε σε διεύρυνση του εξωτερικού ισοζυγίου. Άλλη μια απόδειξη ότι η παραγωγική βάση δεν ταιριάζει στο καταναλωτικό πρότυπο των Νεοελλήνων.
Μακάρι όλα να πάνε καλά και η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων να οδηγήσει επίσης σε ανάλογη αύξηση των εξαγωγών. Όμως, δεν το βλέπουμε.