Θα μπορούσαμε να έχουμε μια επανάληψη του αποκλεισμού της Ελλάδας από τις αγορές μέσα στα επόμενα 10 χρόνια όπως το 2010; H λογική απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Όμως, δεν βλέπουν όλοι τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Πράγματι, η συμφωνία του Ιουνίου του 2018 για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους έχει μειώσει δραστικά τις ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επίπεδα που θα ζήλευε η Ιταλία, η Πορτογαλία και άλλες χώρες, παρότι το χρέος έχει αυξηθεί από τότε.
Το «μαξιλάρι ρευστότητας» παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες για τα επόμενα χρόνια και καθησυχάζοντας τους επενδυτές. Το «φιξάρισμα» των επιτοκίων δανεισμού και η συμμετοχή των ελληνικών χρεογράφων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ είναι πρόσθετα μπόνους. Και φυσικά, οι αναμενόμενοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης έως το 2026, λόγω κυρίως των μεγάλων κοινοτικών πακέτων. Χθες, ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope έσπασε όλα τα ρεκόρ, προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πάνω από 6% φέτος. Γενικά υπάρχει μια τάση για αναθεώρηση των εκτιμήσεων προς το καλύτερο, ενσωματώνοντας τα στοιχεία για το ΑΕΠ του 1ου τριμήνου. Κυβερνητικά στελέχη, όπως ο κ. Σκυλακάκης, έχουν υπαινιχθεί για κάτι το αντίστοιχο για την επίσημη πρόβλεψη.
Με τις προοπτικές ανάπτυξης να δείχνουν καλύτερες αυτή τη στιγμή και το προφίλ του δημόσιου χρέους να είναι ελκυστικό, τίποτα δεν προμηνύει κάτι δυσάρεστο. Όμως, δεν συμφωνούν όλοι μ’ αυτή την εκτίμηση. Οι διαφωνούντες παρατηρούν ότι αυτό που δεν κατανοούν πολλοί είναι πως η Ελλάδα έχει υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Τι θα συμβεί αν το κόστος δανεισμού της Γερμανίας ανέβει στο 2%-3% μέσα στα επόμενα 10 χρόνια;
Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα αυξηθεί κατακόρυφα, απαντούν. Κι αυτό γιατί, αφενός, θα έχει αυξηθεί σημαντικά το επιτόκιο της Γερμανίας και των άλλων χωρών του σκληρού πυρήνα και αφετέρου, θα διευρυνθεί λογικά η επιτοκιακή διαφορά (spread) μεταξύ του 10ετούς ελληνικού και του γερμανικού ομολόγου, που είναι σήμερα αφύσικα χαμηλή στις 110-120 μονάδες βάσης.
Τι θα γίνει όταν το κόστος δανεισμού στη 10ετία φτάσει ή ξεπεράσει το 5%, με τόσο υψηλό χρέος ως προς το ΑΕΠ; Οι συμμετέχοντες στις αγορές θα κάνουν τους υπολογισμούς τους και λογικά δεν θα είναι τόσο πρόθυμοι να δανείσουν φρέσκα κεφάλαια στη χώρα, αμφισβητώντας τη φερεγγυότητα του χρέους. Είναι μια εξέλιξη που φέρνει στο νου το 2010. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα χρειασθούν μεγάλα βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και δεν είναι καθόλου εύκολο να επιτευχθούν σε μια Δημοκρατία.
Παρά λοιπόν το ευνοϊκό προφίλ χρέους, το μαξιλάρι ρευστότητας κ.λπ., μια αύξηση των επιτοκίων στην ευρωζώνη θα εκθέσει την Ελλάδα, που είναι ευάλωτη χώρα. Τόσο λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους και των αμφιβολιών για τη φερεγγυότητά του όσο και του ιδιωτικού χρέους. Το χειρότερο είναι πως το ιδιωτικό χρέος εξυπηρετείται σε πολύ μεγάλο βαθμό με κυμαινόμενα επιτόκια. Αυτό σημαίνει πως αρκετοί δανειολήπτες δεν θα μπορούν να πληρώσουν τις τοκοχρεολυτικές δόσεις τους. Παρά τις διευκολύνσεις που μπορεί να τους δοθούν, κάποιοι θα λυγίσουν, πληγώνοντας την εθνική οικονομία και τις τράπεζες.
Επομένως, υπάρχουν λόγοι που υποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο αδυναμίας δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές εντός της 10ετίας. Εξυπακούεται ότι φυσική συνέπεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι ένα νέο μνημόνιο, που θα βασίζεται σε πολιτικές δημοσιονομικής λιτότητας. Ας ευχηθούμε ότι δεν θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Όμως, με ευχολόγια δεν αντιμετωπίζονται δύσκολες αποφάσεις.