Υπό κανονικές συνθήκες, ο Ταγίπ Ερντογάν θα ήταν υποψήφιος εκ νέου για την τουρκική προεδρία και θα κέρδιζε στις εκλογές του 2023. Πολύ περισσότερο όταν δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή κάποιος άλλος πολιτικός που θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει.
Όμως, έμπειροι ξένοι αναλυτές της τουρκικής πολιτικής σκηνής που έχουν στο παρελθόν προβλέψει σωστά την άνοδο του Ερντογάν και του κόμματός του στην εξουσία εμφανίζονται προβληματισμένοι.
Για την ακρίβεια, το ερώτημα που τους απασχολεί και στο οποίο δεν έχουν δώσει ακόμη απάντηση είναι το εξής: Θα είναι ο Ταγίπ Ερντογάν υποψήφιος για την προεδρία το 2023;
Αυτό δεν είναι τόσο γνωστό στην Ελλάδα, που έτσι κι αλλιώς παρακολουθεί τις εξελίξεις στη γείτονα ειδησεογραφικά μέσα από τους εγχώριους φακούς.
Ειδικά για τη οικονομία, η συζήτηση αναζωπυρώνεται κάθε φορά που η τουρκική λίρα υποτιμάται, συχνά μετά από δηλώσεις του κ. Ερντογάν όπως έγινε χθες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας ορίζονται από τις δυνατότητες της οικονομίας της.
H λίρα έφθασε χθες να καταγράφει νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου, ξεπερνώντας τα 8,8 δολάρια, μετά τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου σε τηλεοπτικό δίκτυο για να περιορίσει τις απώλειες προς το βράδυ.
Να υπενθυμίσουμε ότι η τουρκική οικονομία ήταν μια από τις λίγες παγκοσμίως που αναπτύχθηκαν με ρυθμό 1,8% το 2020. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην πιστωτική επέκταση, γεγονός που εξηγεί την επιμονή του Ερντογάν για τα επιτόκια.
Επίσης, το δημοσιονομικό έλλειμμα εξέπληξε θετικά καθώς διαμορφώθηκε χαμηλότερα των εκτιμήσεων, στο 3,4% του ΑΕΠ. Όμως, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ελλειμματικό στο 5,1% του ΑΕΠ το 2020, λόγω κατάρρευσης του τουρισμού και μείωσης των εξαγωγών προϊόντων από πλεονασματικό το 2019.
Η ανεργία, ιδίως των νέων, αυξήθηκε, όπως και η φτώχεια ενώ ο πληθωρισμός ήταν διψήφιος, στον απόηχο της υποτίμησης της λίρας κατά 20% έναντι του δολαρίου παρά τις παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας, που κόστισαν μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Ο πληθωρισμός συνεχίζει την ανοδική πορεία του το 2021, ξεπερνώντας το 15% ενώ όσοι έχουν δανεισθεί σε ξένο νόμισμα, έχουν δει το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους να αυξάνεται.
Πέρυσι τέτοια εποχή, η γερμανική πιστοληπτική εταιρεία αξιολόγησης Scope, όπως κι άλλοι, προέβλεπε συρρίκνωση του τουρκικού ΑΕΠ κατά 5% το 2020, λόγω της πανδημίας. Οι εξωτερικές αδυναμίες σε περιόδους παγκόσμιας κρίσης, η αδύναμη λίρα και τα εξαντλημένα συναλλαγματικά αποθέματα ήταν οι βασικοί λόγοι. Αυτοί διαψεύσθηκαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι προβλήματα δεν παρέμειναν όπως η δολαριοποίηση του 50% και πλέον των καταθέσεων.
Φέτος, η διεθνής οικονομία είναι σε καλύτερη φάση και είναι λογικό αυτό να ευνοεί μια αναδυόμενη οικονομία όπως η τουρκική.
Αν όμως ο κ. Ερντογάν θέλει να ισχυροποιηθεί το νόμισμά του και ενδεχομένως να μειωθούν αργότερα τα επιτόκια μαζί με τον πληθωρισμό, θα πρέπει να αλλάξει πλεύση στην εξωτερική πολιτική. Κοινώς, να τα βρει με τις ΗΠΑ, ιδίως στο θέμα των πυραύλων S-400. Είναι ένα δίλημμα.
Αν επιμείνει στη γραμμή μιας πιο ανεξάρτητης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή που εγκαινίασε τα τελευταία χρόνια, ως δείγμα μιας αναδυόμενης, ισχυρής περιφερειακής δύναμης, θα έχει πρόβλημα.
Μπορεί να ικανοποιήσει τους εθνικιστές στο εσωτερικό προς το παρόν, αλλά θα είναι πιο δύσκολο να τα καταφέρει στην οικονομία, σε μια χώρα που ο πληθυσμός ξεπερνά τα 83 εκατ. και αυξάνεται ραγδαίως. Αν γίνει καλό παιδί, θα χάσει ίσως τη στήριξη κάποιων εθνικιστών, αλλά θα κερδίσει πόντους σε όσους δίνουν μεγαλύτερο βάρος στην οικονομία.
Η απόφασή του ενδιαφέρει την Ελλάδα.