Η παγκοσμιοποίηση, την οποία πολλοί εξορκίζουν, έχει καταστήσει την παγκόσμια οικονομία ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, όπου τα επιμέρους δοχεία είναι οι εθνικές οικονομίες. Αν λοιπόν γίνει μια στραβή στις μεγάλες ξένες αγορές, την επίπτωση θα την αισθανθούν κι οι υπόλοιπες, αν και ο βαθμός ποικίλλει. Θα την αισθανθούν επίσης οι πραγματικές οικονομίες των περισσότερων άλλων χωρών. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Είναι γνωστή η έκφραση που θέλει τις άλλες αγορές να συναχώνονται όταν φταρνίζεται η Wall Street. Είναι επίσης γνωστό πόσο επηρεάζουν οι αποφάσεις της Fed για τα επιτόκια του δολαρίου, τα νομίσματα πολλών αναδυομένων οικονομιών. Για να μην πάμε μακριά, ας φέρουμε στη μνήμη μας τι γινόταν με τα ελληνικά κρατικά ομόλογα πριν λήξει το 3ο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 αλλά και αργότερα. Από τη μια πλευρά, ήταν η συσχέτισή τους με τα ιταλικά ομόλογα ως ευρωπεριφέρεια και από την άλλη, έστω χαλαρότερη, οι εξελίξεις στα ομόλογα των αναδυομένων χωρών που άφηναν ενίοτε το αποτύπωμά τους. Ισως ακόμη πιο ορατό ήταν το τελευταίο στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Τα γράφουμε όλα αυτά γιατί εδώ και καιρό υποβόσκει ένας σοβαρός κίνδυνος για τις αγορές και τις οικονομίες. Πρόκειται για το ιερό δισκοπότηρο των επενδύσεων στη Δύση, που είναι η αποκαλούμενη παθητική επενδυτική στρατηγική.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι περισσότεροι ιδιώτες στις ΗΠΑ κι αλλού δεν θέλουν να μπουν στη διαδικασία της επιλογής μετοχών και προτιμούν να αγοράζουν μερίδια σε funds που αντιγράφουν τους χρηματιστηριακούς δείκτες (index funds) και τις αποδόσεις τους. Ένας σημαντικός λόγος είναι οι χαμηλές προμήθειες που χρεώνουν αυτά τα funds. Πίσω από αυτή την επιλογή βρίσκεται επίσης η πεποίθηση ότι οι μετοχές προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με άλλες τοποθετήσεις σε βάθος χρόνου. Αντί λοιπόν να κυνηγούν π.χ. μετοχές εταιρειών που είναι υποτιμημένες και έχουν αξία, ποντάρουν στην αγορά, αποκτώντας εμμέσως συμμετοχή στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Ιδίως, όταν πρόκειται για τον συνταξιοδοτικό λογαριασμό τους.
Όμως, οι περισσότεροι χρηματιστηριακοί Δείκτες βασίζονται στην κεφαλαιοποίηση των εταιρειών που τους απαρτίζουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εισρέουν περισσότερα κεφάλαια από τα index funds σε εκείνες των οποίων οι μετοχές ανεβαίνουν περισσότερο. Η αποτίμηση των εταιρειών και τα θεμελιώδη στοιχεία τους πάνε περίπατο καθώς αυτό που μετράει, είναι η δυναμική της μετοχής τους. Έτσι εξηγείται, σε κάποιο βαθμό, η πορεία των μετοχών FAANG την τελευταία δεκαετία. Η τελευταία εν μέρει οφείλεται στην αναπτυξιακή δυναμική των εταιρειών και εν μέρει στη δυναμική τους, που προσέλκυε φρέσκα κεφάλαια από τα index funds. Όμως, οι παθητικές επενδύσεις έχουν επίσης οδηγήσει στη συγκέντρωση σημαντικού μέρους του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών που απαρτίζουν τους Δείκτες σε λίγα funds. Η περίπτωση των Vanguard, Blackrock και State Street Corp. στον αμερικανικό χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500 είναι η πιο γνωστή.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η παθητική επένδυση ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Αφενός, για τις αγορές σε περίπτωση μεγάλων ρευστοποιήσεων μεριδίων στα index funds και αφετέρου, για τις οικονομίες. Οι τελευταίες θα αισθανθούν τόσο τις επιπτώσεις από ενδεχόμενη βουτιά των αγορών όσο και τον χρηματιστηριακό παραγκωνισμό εταιρειών με καλά θεμελιώδη δεδομένα. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να υπάρχουν κέρδη για την παθητική επενδυτική. Όμως, εδώ που έχουμε φθάσει από πλευράς αποτιμήσεων, το ρίσκο είναι πολύ μεγάλο για τους ίδιους και την οικονομία.