Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αγιαννιού.
Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από τη στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Η δεκαετία του 1990 ξεκίνησε άσχημα με ύφεση, αλλά προοδευτικά η οικονομία ανέβασε ρυθμούς, με αποτέλεσμα το ισχυρό ντεμαράζ με τον μονοψήφιο πληθωρισμό, που οδήγησε τη χώρα στην ευρωζώνη το 2001. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα βρήκε την Ελλάδα να αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, καθώς τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού τροφοδότησαν την πιστωτική επέκταση και χρηματοδότησαν τα διογκούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Όμως, η ώρα της αλήθειας ήρθε προς το τέλος της δεκαετίας και περιελάμβανε αυστηρά προγράμματα προσαρμογής με ισχυρή δόση λιτότητας. Η ελληνική οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση μέχρι και το 2016. Η ανάκαμψη που ακολούθησε δεν ήταν ισχυρή, ενώ το χτύπημα της πανδημίας το 2020 συρρίκνωσε το ΑΕΠ κατά 8% και πλέον.
Είναι σαφές ότι υπάρχουν εναλλαγές μεταξύ καλών και κακών δεκαετιών ή σειράς ετών, αν προτιμάτε. Όμως, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης από το 1980 μέχρι σήμερα, δηλ. τα τελευταία 40 χρόνια, είναι κοντά στο 1%. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι παρόμοιος μ’ αυτόν που χρησιμοποιούσε το ΔΝΤ στις προβλέψεις του για τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα, που η ελληνική πλευρά και η ΕΕ θεωρούσαν χαμηλό.
Η κυβέρνηση και διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής διαβάθμισης εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί με υψηλούς ρυθμούς το 2021 και τα επόμενα χρόνια. Ο κυριότερος λόγος είναι τα κεφάλαια που αναμένεται να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια, το ΕΣΠΑ και η πιο εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος λόγω της αναμενόμενης δραστικής μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Η ιστορία των εναλλασσόμενων περιόδων είναι επίσης σύμμαχος. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής ύφεσης, είναι λογικό να υπάρχει ανοδική αντίδραση. Ιδίως, αν υπάρχει άπλετη χρηματοδότηση πολλών επενδυτικών πρότζεκτ. Όμως, η ιστορία διδάσκει πως την εποχή των παχέων αγελάδων θα διαδεχθεί μια άλλη περίοδος ισχνών αγελάδων. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία και κυρίως ο χαμηλός μέσος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Αν υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά που τη χαρακτηρίζουν τα τελευταία 40 χρόνια και δυστυχώς συνεχίζουν να την ταλανίζουν, αυτά είναι η αύξηση του χρέους και η γήρανση του πληθυσμού. Όσον αφορά το χρέος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μιλάμε τόσο για το κρατικό όσο και το ιδιωτικό χρέος. Η επίπτωση που έχει το υψηλό, διογκούμενο χρέος στην ανάπτυξη μιας χώρας δεν είναι θετική. Όσον αφορά το δημογραφικό, η κατάσταση είναι ακόμη πιο σοβαρή καθώς ο ελληνικός πληθυσμός αλλά κι εκείνος των Δυτικών χωρών γηράσκει. Κι αυτό γιατί, αφενός, γεννιούνται λιγότερα από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα και αφετέρου, γιατί οι άνθρωποι ζουν περισσότερα χρόνια.
Είναι προφανές ότι οι συνταξιούχοι ξοδεύουν λιγότερα χρήματα για να αγοράσουν καταναλωτικά προϊόντα, αυτοκίνητα, σπίτια κ.λπ. Είναι επόμενο η συνολική ζήτηση να χτυπηθεί κι αυτό αντανακλάται στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και συντάξεις αυξάνονται.
Το δημογραφικό είναι μια υποβόσκουσα τάση που ροκανίζει αργά αλλά σταθερά τον ρυθμό ανάπτυξης, χωρίς να γίνεται αισθητή. Αυτό μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί να δούμε μερικά χρόνια αναλαμπής στην ελληνική οικονομία για συγκεκριμένους λόγους, όμως τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι το ίδιο καλά.
Η υπερχρέωση και η γήρανση του πληθυσμού δύσκολα ξεπερνιούνται. Ιδίως το δημογραφικό πρόβλημα.