Δεν είμαστε σίγουροι αν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να την αγαπάνε ή να τη συμπαθούν οι υπόλοιποι λαοί τόσο πολύ όσο την Ελλάδα. Κι όμως, αν ρωτήσεις τον μέσο Έλληνα γι’ αυτό το θέμα, θα σου πει πως είμαστε περίπου ανάδελφο έθνος. Είναι μάλλον θέμα άγνοιας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλοι οι πολίτες των ξένων χωρών μάς συμπαθούν.
Δεν είναι τυχαίο ότι ξένοι φιλέλληνες ήλθαν να πολεμήσουν και έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία το 1821 αλλά και σ’ άλλους πολέμους που ακολούθησαν. Ακόμη και το 1897. Ο Λόρδος Βύρων είναι ο πιο προβεβλημένος. Όμως, υπάρχουν κι άλλοι όπως ο Αμερικανός γιατρός Howe, που ήρθε για να πολεμήσει την ίδια περίοδο, γύρισε κατόπιν στις ΗΠΑ και επέστρεψε ξανά αργότερα για να πολεμήσει στην Κρήτη.
Γιατί αναφερόμαστε σε όλους αυτούς; θα μπορούσε εύγλωττα να ρωτήσει κάποιος. Γιατί οι φιλέλληνες και οι ομογενείς αποτελούν ένα από τα «περιουσιακά στοιχεία» της Ελλάδας, που όμως δεν έχει αξιοποιηθεί όπως θα έπρεπε, προς αμοιβαίο όφελος όλων. Είτε πρόκειται για πάσης φύσεως επενδύσεις, είτε για μεταφορά know-how, είτε για τουρισμό, είτε για κάτι άλλο. Όλα σχεδόν ήταν και είναι στον αυτόματο πιλότο.
Όμως, αυτό είναι πολυτέλεια. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις όπως η αιώνια διαμάχη με την Τουρκία, η ανάγκη για επαγρύπνηση και εξοπλισμό, η υπογεννητικότητα, το τεράστιο χρέος και το μεγάλο έλλειμμα επενδύσεων. Στο οικονομικό πεδίο, η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη λόγω των αρνητικών επιπτώσεων που είχαν τα μέτρα για τον περιορισμό της πανδημίας στην οικονομία το 2020, με τη βαθιά ύφεση και τη συσσώρευση περισσότερου χρέους.
Όλοι σχεδόν δείχνουν να ποντάρουν στα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ για ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Μακάρι να έχουν δίκιο καθώς «άλλα λεφτά δεν υπάρχουν», όπως έλεγε άνθρωπος της αγοράς. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ. Αυτό το χρέος μάς επιτρέπει να καταναλώνουμε περισσότερα σήμερα, καταναλώνοντας λιγότερα στο μέλλον. Μερικοί ισχυρίζονται ότι το υψηλό χρέος δεν έχει τόση σημασία, γιατί θα μπορούμε να το αναχρηματοδοτούμε με χαμηλά επιτόκια, σπρώχνοντας τις πληρωμές στο μέλλον, όμως δεν ασπαζόμαστε αυτή την άποψη.
Το χρέος είναι, αφενός, πρόβλημα και αφετέρου, παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης καθώς χρηματοδοτεί την καινοτομία και την αύξηση του παραγωγικού δυναμικού. Όμως, το υπερβολικό χρέος στερεί πόρους από τις επενδύσεις, χωρίς τις οποίες οι ρυθμοί ανάπτυξης φθίνουν. Για μια υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα, η ύπαρξη περισσότερων εναλλακτικών εργαλείων για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης πρέπει να είναι προτεραιότητα. Η ομογένεια και οι φιλέλληνες μπορούν να βοηθήσουν στην οικονομία κι αλλού, αν υπάρξει καλός σχεδιασμός, συντονισμός και υλοποίηση από το εθνικό κέντρο.