Είναι σαν να κάθεσαι στο λιμάνι και να βλέπεις τα καράβια να περνάνε και εσύ να τους κουνάς μαντίλι αντί να επιβιβαστείς σ’ ένα από αυτά, έλεγε τις προάλλες στέλεχος της αγοράς. Οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ κι αλλού σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Οι συμμετέχοντες προεξοφλούν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη σκιά της πολύ χαλαρής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και της διαφαινόμενης εξόδου των ΗΠΑ και Βρετανίας από τον αστερισμό των απαγορεύσεων (lockdown).
Περιγραφικά θα μπορούσε κάποιος να πει πως γίνεται εδώ και καιρό ένα μεγάλο χρηματιστηριακό πάρτι, αλλά ο αριθμός εκείνων που συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτό είναι περιορισμένος. Κι αυτό παρά τον «εκδημοκρατισμό» που έφεραν ψηφιακές εφαρμογές τύπου Robinson στις ΗΠΑ, επιτρέποντας στα μικρά βαλάντια να αγοράσουν όχι μόνο μετοχές της GameStop αλλά και υποπολλαπλάσια μιας μετοχής της Amazon ή της Tesla ή κάποιας άλλης εταιρείας. Μερικές δεκαετίες πριν, όταν έδινες εντολή στον χρηματιστή σου, γνώριζες ότι η ελάχιστη εντολή ήταν 100 μετοχές της όποιας εισηγμένης εταιρείας. Σήμερα, η τεχνολογία επιτρέπει στον μέσο πολίτη να επενδύσει λίγα λεφτά σε υποπολλαπλάσια μιας ή περισσότερων μετοχών με υψηλές τιμές.
Στην Ελλάδα, δεν έχουμε τέτοια θέματα αφού οι τιμές των μετοχών είναι λίγα ευρώ και η μεγάλη μάζα του κόσμου βλέπει το χρηματιστήριο ως σπέκουλο στο οποίο κινδυνεύει να χάσει τα λεφτά του, όπως το 1999-2000, και το αποφεύγει. Όμως, ένα μεγάλο κομμάτι του χρηματιστηριακού πλούτου, κυρίως στις ΗΠΑ, βρίσκεται στα χέρια συνταξιούχων και ατόμων που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση. Πολλοί από αυτούς έχουν επενδύσει μέσω των παθητικών Index Funds που «μιμούνται» δείκτες όπως οι S&P 500, Dow Jones κ.λπ.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι. Πρώτον, οι χαμηλές προμήθειες. Δεύτερον, η «εκπαίδευση» που τους έκαναν οι κεντρικές τράπεζες μετά το 2007-2008, μαθαίνοντάς τους πως η αγορά θα τους ανταμείψει, αν παραμείνουν στην πορεία.
Επειδή το πρόβλημα ήταν η φερεγγυότητα και όχι το κόστος του χρήματος σ’ ένα υπερχρεωμένο σύστημα, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε αγορές τίτλων μεγαλύτερης διάρκειας (QE). Όμως, τα λεφτά δεν πήγαν σε παραγωγικές χρήσεις. To QE βοήθησε τις τράπεζες να απομοχλεύσουν και αρκετές εισηγμένες να προχωρήσουν σε επαναγορά μετοχών ή να εξαγοράσουν τον ανταγωνισμό. Ένα μέρος των χρημάτων έφτασε στους ανθρώπους που αναζητούσαν αποδόσεις επειδή η Fed, η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες κρατούσαν τα επιτόκια χαμηλά. Χωρίς ουσιαστικά επιλογή, πολλοί αναγκάστηκαν να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο και στράφηκαν στα IPOs, στις αναδυόμενες αγορές, στο private equity και μερικοί κρυπτονομίσματα. Όλοι ήλπιζαν και ελπίζουν ότι θα βγάλουν λεφτά. Όλοι αυτοί προσπαθούν να βγάλουν θετικές αποδόσεις σ’ ένα περιβάλλον που οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν καταστήσει τις θετικές αποδόσεις είδος υπό εξαφάνιση.
Αυτό το πράγμα είναι μια χειραγωγημένη αγορά και δεν έχει καμία σχέση με ελεύθερη αγορά. Δεν είναι λοιπόν οι αγορές που έχουν τρελαθεί. Είναι οι χειραγωγοί τους.