Υπάρχουν κάποια πράγματα που δύσκολα ξεχνάς, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τον Μάιο-Ιούνιο του 2010, δηλαδή λίγο καιρό αφότου η χώρα μπήκε σε μνημόνιο, ένας γνωστός, υψηλόβαθμος τραπεζίτης είχε προβλέψει ότι η οικονομική κρίση θα διαρκέσει πολλά χρόνια, «ίσως μια δεκαετία», σε κατ’ ιδίαν συζήτηση. Όταν η στήλη τού ζήτησε να αιτιολογήσει την απάντησή του, ο ίδιος ανέφερε ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη για τις επίπονες, διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνταν και θα αρνείτο να προσαρμοσθεί. Το αποτέλεσμα θα ήταν να παραταθεί η οικονομική κρίση, γιατί οι δανειστές θα γίνονταν πιο αυστηροί απέναντί μας, πρόσθεσε.
Η πραγματικότητα που βιώσαμε τα προηγούμενα χρόνια ταιριάζει με την πρόβλεψη και γι’ αυτό έχει μείνει στη μνήμη μας. Δεν είναι πρόθεση της στήλης σήμερα να αποδώσει κατηγορίες και δεν αναφέρθηκε στο παραπάνω περιστατικό γι’ αυτό τον λόγο. Ο λόγος είναι άλλος. Θέλει να δείξει πόσο διαφορετική μεταχείριση επιφυλάσσει η ευρωζώνη στα «καλά παιδιά» σε σχέση με τα «άτακτα».
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν ήταν ο πιο καλός μαθητής μέχρι και το αποκορύφωμα της κρίσης το καλοκαίρι του 2015, σε σύγκριση με χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία που μπήκαν επίσης σε μνημόνια. Το τελευταίο εξηγεί εν μέρει γιατί η Ιρλανδία βγήκε από το μνημόνιο στα τέλη του 2013 και η Πορτογαλία τον Μάιο του 2014. Αντίθετα, η Ελλάδα, που μπήκε πρώτη σε πρόγραμμα προσαρμογής το 2010, χρειάσθηκε να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι του 2018 και να αναλάβει μεγαλύτερες μεταμνημονιακές υποχρεώσεις.
Όμως, η σχετικά καλή συμπεριφορά της Ελλάδας από το 2016 -κοινώς συμμόρφωση- και μετά ανταμείφθηκε με διάφορους τρόπους, π.χ. μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ελαστικότητα στην εφαρμογή κάποιων μέτρων κ.λπ. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα διαπιστώσαμε σχετικά πρόσφατα, αν και όλοι σχεδόν, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, δεν το πρόσεξαν.
Εδώ και χρόνια, οι ελληνικές αρχές προσπαθούσαν να πείσουν τους θεσμούς ότι θα έπρεπε να μειώσουν αισθητά το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας στην άσκηση για τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας που έκαναν. Το 2016-2017, αν θυμόμαστε καλά, οι θεσμοί εκτιμούσαν το 5ετές επιτόκιο δανεισμού στο 6,5%. Η έξοδος στις αγορές και ο δανεισμός με αρκετά χαμηλότερα επιτόκια βοήθησε να τους πείσει ότι θα έπρεπε να μειώσουν κι άλλο το επιτόκιο. Μείωσαν λοιπόν το επιτόκιο στην ανάλυση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (DSA) στο 5,2% περίπου και κατόπιν στο 4,9% και μετά ακόμη χαμηλότερα. Κάθε φορά, οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να τους αποδείξουν μέσω των αγορών ότι έκαναν λάθος.
Φθάσαμε λοιπόν στη περίοδο της πανδημίας, που οι οικονομίες της ευρωζώνης και ανάμεσά τους η ελληνική βυθίσθηκαν στην ύφεση. Με το χρέος ως προς το ΑΕΠ στα ύψη, την οικονομία σε βαθιά ύφεση και τα δημοσιονομικά της χώρας να έχουν εκτροχιασθεί, οι θεσμοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Κι αυτό γιατί δεν ήθελαν να βγάλουν το ελληνικό χρέος αφερέγγυο μεσοπρόθεσμα, προκαλώντας αναστάτωση σε μια δύσκολη περίοδο.
Τι απέμεινε λοιπόν για να βγει το επιθυμητό νούμερο για το χρέος; Να μειωθεί αισθητά το επιτόκιο. Αν όμως χρησιμοποιούσαν την ίδια φόρμουλα μ’ αυτή του παρελθόντος, το επιτόκιο θα έπρεπε να πέσει δραματικά και γεννάτο θέμα αξιοπιστίας των υπολογισμών τους.
Τι έκαναν λοιπόν; Άλλαξαν τη φόρμουλα υπολογισμού του επιτοκίου στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που έκαναν. Αντί λοιπόν για την 5ετία με το μηδενικό επιτόκιο, προτίμησαν τη 10ετία, γιατί εκεί το επιτόκιο είναι υψηλότερο. Έβγαλαν λοιπόν το νέο επιτόκιο, που είναι κάπου κοντά στο 3,4%.
Φυσικά, οι θεσμοί δεν επρόκειτο να κάνουν κάτι τέτοιο, αν δεν υπήρχε η πανδημία και η Ελλάδα δεν ήταν «καλό παιδί». Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το δικό μας είναι πως οι πολιτικοί δεν είναι οι μοναδικοί που κάνουν κωλοτούμπες. Το ίδιο κάνουν κι οι γραφειοκράτες-τεχνοκράτες των ευρωπαϊκών θεσμών, αν το επιβάλλουν οι συνθήκες, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης είναι «καλό παιδί».