Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι οι χώρες που βασίζονται περισσότερο στα έσοδα από τον τουρισμό θα βιώσουν μεγαλύτερη ύφεση το 2020. Ακόμη χειρότερο, οι ίδιοι δεν προβλέπουν επιστροφή του τουρισμού στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2023.
Η Ελλάδα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Όμως, υπάρχουν άλλες τουριστικές χώρες που βρίσκονται σε πολύ δυσχερέστερη θέση. Γενικά, ο τουρισμός είναι πλέον ένας από τους πιο σημαντικούς κλάδους αφού αντιστοιχεί στο 10% της παγκόσμιας οικονομίας (ΑΕΠ), απασχολώντας πάνω από 320 εκατ. άτομα. Το 2019 ταξίδευσαν στο εξωτερικό κάπου 1,5 δισ. άτομα έναντι μόλις 25 εκατ. το 1950, πριν από την εποχή των αεροπλάνων τζετ, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την κρίση του 2009-2010, εκατοντάδες συμπατριώτες μας συνήθιζαν να πηγαίνουν στη μακρινή Κούβα για τουρισμό κάθε εβδομάδα. Κάπου 8 ταξιδιωτικά γραφεία διοργάνωναν ταξίδια για γκρουπ μία φορά την εβδομάδα και μερικά από αυτά περισσότερες. Μιλάμε για εκατοντάδες άτομα κάθε εβδομάδα. Ήταν η εποχή της επίπλαστης ευμάρειας και των διακοποδανείων που «τα έπαιρνες και δεν τα επέστρεφες» όπως έλεγε ένας γνωστός, χαμογελώντας.
Οι συνταξιούχοι και οι εκπαιδευτικοί ήταν οι πολυπληθέστερες ομάδες. Ανάμεσα στους δεύτερους ξεχώριζαν εκείνοι που δήλωναν μεν εκπαιδευτικοί αλλά δεν δούλευαν σε σχολεία ή φροντιστήρια όπως έλεγαν. Απλά, έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα και προφανώς πληρώνονταν «μαύρα».
Η οικονομική κρίση άλλαξε δραματικά το τοπίο. Οι τουρίστες από την Ελλάδα μειώθηκαν σημαντικά ενώ άλλαξε κι η σύνθεση εκείνων που πήγαιναν στο νησί της Καραϊβικής. Τα τελευταία χρόνια, πολλοί ήταν από τον κλάδο του τουρισμού, που πήγαινε πολύ καλά στην Ελλάδα και μερικοί ιδιοκτήτες διαμερισμάτων με βραχυχρόνια μίσθωση (airbnb).
Η άφιξη της πανδημίας μετέβαλε τα δεδομένα προς το χειρότερο για την Κούβα και έχει πλέον σχεδόν στραγγίξει τις αφίξεις τουριστών από την Ελλάδα και άλλες χώρες, κυρίως ΗΠΑ και Καναδά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η οικονομία της, που βασίζεται στα έσοδα από τον τουρισμό περισσότερο από την ελληνική, να υποφέρει. Οι ουρές για την αγορά βασικών τροφίμων από συγκεκριμένα κρατικά μαγαζιά ήταν πάντοτε η συνήθεια στο εξωτικό νησί, όμως πλέον έχουν πάει σε άλλο επίπεδο, π.χ. 8-10 ώρες στην ουρά για να αγοράσεις δύο αβγά όπως μαθαίνουμε. Υπάρχουν λοιπόν χώρες, όπως η Κούβα, τα νησιά Μπαρμπέιντος κ.λπ. στη Λατινική Αμερική, που υποφέρουν από την κατάρρευση του τουρισμού λόγω της πανδημίας.
Το ίδιο συμβαίνει με τα εθνικά πάρκα της Αφρικής, π.χ. στην Τανζανία, που βασίζονται στο τουριστικό συνάλλαγμα, τις χώρες της Άπω Ανατολής και τις Σεϋχέλλες. Στο νησί του Ινδικού Ωκεανού κατόρθωσαν να θέσουν υπό έλεγχο τον ιό και να ανοίξουν για τον τουρισμό τον περασμένο Ιούλιο, αλλά διαπίστωσαν ότι οι πελάτες δεν ήλθαν. Οι Σεϋχέλλες επωφελήθηκαν από την αύξηση των εξαγωγών τόνου πέρυσι αλλά τα έσοδα είναι υποπολλαπλάσια εκείνων από τον τουρισμό και δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη ζημιά από τον τουρισμό. Το νησί πάει αρκετά καλά με τους εμβολιασμούς εναντίον της Covid-19 αλλά αυτό δεν αρκεί σ’ έναν κόσμο που ανησυχεί.
Πολλές χώρες προσπαθούν να προσελκύσουν «νομάδες» της τεχνολογίας για να μειώσουν τη χασούρα, προσφέροντας κίνητρα όπως κι η Ελλάδα. Καλώς ή κακώς, το ενδιαφέρον των ταξιδιωτών διεθνώς έχει στραφεί σε εσωτερικούς προορισμούς ή στη φύση και εκτός των μεγάλων πόλεων. Αναμφισβήτητα, οι πιο τολμηροί τουρίστες που τείνουν να πάρουν το ρίσκο, π.χ. νεαροί, θα πάνε στην Ελλάδα κι αλλού. Όμως, δεν έχουν την αγοραστική δύναμη για να κάνουν τη διαφορά, με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Επομένως, η προσγείωση των προσδοκιών και των προβλέψεων -ακόμη κι αν είναι τόσο νωρίς στην τουριστική σεζόν- είναι μια ρεαλιστική προσέγγιση. Ακόμη κι αν κάνει σημαντική διαφορά στην ελληνική οικονομία. Τουλάχιστον, εδώ υπάρχει αξιοσημείωτη κρατική βοήθεια σε σύγκριση με χώρες όπως η Κούβα και οι Σεϋχέλλες.