Υπάρχουν λόγοι να αισιοδοξεί κανείς για την ελληνική οικονομία;
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας είχε απαριθμήσει σε μια πρόσφατη τοποθέτησή του τους λόγους που δικαιολογούσαν αισιοδοξία. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις είναι πλέον πιο ανταγωνιστικές, έχοντας περάσει μια δεκαετία κρίσης. Ακόμη, η EKT εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει χαλαρή νομισματική πολιτική τα επόμενα χρόνια ενώ στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί κοινωνική ανοχή για μεταρρυθμίσεις.
Για τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας Παύλο Μυλωνά, η οικονομική κρίση έφτιαξε μια σειρά από πολύ δυναμικές εξαγωγικές επιχειρήσεις κι αυτό αποτυπώνεται στις εξαγωγές που ανέβηκαν στο 31% του ΑΕΠ από 20% πριν από την κρίση. Για τον κ. Μυλωνά, οι ελληνικές εταιρείες διαθέτουν μεγαλύτερη εμπειρία από τις αντίστοιχες ιταλικές και ισπανικές να διαχειριστούν τη σημερινή κατάσταση.
Σ’ αυτά τα επιχειρήματα θα πρέπει να προστεθούν τα κοινοτικά κεφάλαια που αναμένει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ. Επίσης, το τέλος της πανδημίας θα έλθει σε κάποιο αδιευκρίνιστο σημείο, πιθανόν στα τέλη του 2021 ή στις αρχές του 2022 κι αυτό είναι καλό.
Από την άλλη πλευρά, άλλοι βλέπουν αρκετούς λόγους για προβληματισμό ή/και απαισιοδοξία. Το τέλος της πανδημίας θα βρει την Ελλάδα με χαμηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με το 2019, πρωτογενές έλλειμμα στον προϋπολογισμό και πολύ μεγαλύτερο δημόσιο χρέος σε απόλυτα νούμερα και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν η γήρανση του πληθυσμού που υπονομεύει το ασφαλιστικό σύστημα, τα νέα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας και το ήδη υψηλό στοκ των υφιστάμενων προβληματικών δανείων. Η κρατική γραφειοκρατία και το αργό δικαστικό σύστημα. Επίσης, η δομή της ελληνικής οικονομίας που βασίζεται δυσανάλογα σε λίγους κλάδους όπως ο τουρισμός, και ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων των οποίων οι ιδιοκτήτες μπερδεύουν το ταμείο της εταιρείας με την τσέπη τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία θα βγει πιο τραυματισμένη από την πανδημία σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Διάφορα πράγματα μπορούν να γίνουν για να αλλάξει το σκηνικό προς το καλύτερο. Η κάλυψη του επενδυτικού ελλείμματος, που μερικοί τοποθετούν στα 100 δισ. ευρώ, είναι ένα από αυτά και σίγουρα τα κοινοτικά κονδύλια μπορούν να βοηθήσουν.
Όμως, ένα άλλο έλλειμμα θα είναι εξίσου και ίσως ακόμη πιο δύσκολο να κλείσει. Το μεγάλο έλλειμμα σε know-how για αναδιαρθρώσεις ελληνικών επιχειρήσεων. Όσοι κατοικούν στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι το έλλειμμα σχετίζεται με την παραδοσιακή έλλειψη ειδικών που έχουν τεχνογνωσία στις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων. Αυτό εξηγεί επίσης τον υψηλό βαθμό αποτυχίας των τραπεζών στην αναδιάρθρωση επιχειρηματικών δανείων.
Από την κρίση του 2010 και μετά, οι θεσμοί επέβαλαν στις τράπεζες να ζητάνε επιχειρηματικά σχέδια (business plans) από τις εταιρείες, όταν οι τελευταίες αιτούνταν αναδιάρθρωση των δανείων τους. Όμως, τα business plans που υπέβαλαν κατόπιν συνεργασίας με εξωτερικούς συμβούλους, συνήθως οι Big 20, και ενέκριναν οι τράπεζες αποδείχθηκαν στην πράξη άστοχα.
Αυτή η κατάσταση είναι εις γνώση των θεσμών και της ΕΕ και φαίνεται πως αποτελεί τροχοπέδη στο σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για την ταχεία απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στο κυβερνητικό σχέδιο που έχει γίνει γνωστό, οι τράπεζες παίζουν καθοριστικό ρόλο με την παροχή δανείων κατόπιν έγκρισης των επενδυτικών σχεδίων των ενδιαφερομένων. Δυστυχώς, η desktop ανάλυση των business plans από τις τράπεζες δεν μπορεί να είναι σωστή, όταν δεν διαθέτουν όλες τις πληροφορίες. Όμως, αυτό το θέμα θα πρέπει να επιλυθεί, για να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στην ελληνική οικονομία και εν μέρει στον τραπεζικό κλάδο. Μόνο που η λύση δεν νομίζουμε ότι βρίσκεται στο εσωτερικό και δεν είμαστε σίγουροι ότι είναι ιδιαίτερα δημοφιλής με την κυβέρνηση, τις τράπεζες, τις εδώ συμβουλευτικές εταιρείες και τους επιχειρηματίες.