Από τις αρχές του 2000 που μπήκε η Ελλάδα στην Ευρωζώνη μέχρι το 2008, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρυνόταν για να φθάσει το επίπεδο- ρεκόρ του 14% ως προς το ΑΕΠ το 2008. Όλο αυτό το διάστημα πολλοί θεωρούσαν ότι αυτά τα ελλείμματα εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν είχαν σημασία ενώ απέτρεπαν τις δυνητικές κερδοσκοπικές επιθέσεις που θα εκδηλώνονταν, αν υπήρχε εθνικό νόμισμα. Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία δείχνουν, παρότι δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα, ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας κυμαινόταν μεταξύ 0% και 5% από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι αυτά τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία εντός μιας νομισματικής ένωσης βασίζονταν στην αντίληψη ότι υπάρχουν ροές κεφαλαίων από τις προηγμένες χώρες προς τις λιγότερο προηγμένες για επενδύσεις λόγω υψηλότερης αποδοτικότητας των κεφαλαίων. Όλα αυτά στο πλαίσιο της πραγματικής σύγκλισης των οικονομιών τους. Όμως, η περίπτωση της Ελλάδας έδειξε ότι τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου συμβάδιζαν με αύξηση του εξωτερικού χρέους. Ακόμη χειρότερα, σημαντικό μέρος αυτό του χρέους διοχετευόταν στη κατανάλωση κι όχι στις παραγωγικές επενδύσεις.
Η ελληνική περίπτωση έδειξε ότι τα μεγάλα, χρόνια ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν μπορούν να προκαλέσουν κερδοσκοπικές επιθέσεις στο εθνικό νόμισμα αφού δεν υπάρχουν τέτοια νομίσματα σε μια νομισματική ένωση. Όμως, τα μεγάλα ελλείμματα σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό χρέος μπορούν να προκαλέσουν κερδοσκοπικές επιθέσεις στα ομόλογα που εκδίδουν. Τα αποτελέσματα δεν αποτυπώνονται στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος αλλά στα μεγάλα spreads και επιτόκια με τα οποία δανείζεται η χώρα.
Τα σκεφθήκαμε όλα αυτά καθώς διαβάζαμε ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2020, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε έλλειμμα 10,5 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 8,4 δισ. ευρώ μεγαλύτερο από εκείνο της ίδιας περιόδου του 2019. Η μεγάλη υποχώρηση των εσόδων από τον τουρισμό και τις μεταφορές εξηγεί τη διόγκωση του ελλείμματος. Όμως, ταυτόχρονα το ισοζύγιο επωφελήθηκε από τον περιορισμό κατά 4,2 δισ. ευρώ του ισοζυγίου αγαθών, που οφείλεται κυρίως στη συγκριτικά μεγαλύτερη μείωση των εισαγωγών λόγω ύφεσης.
Η λογική υπαγορεύει ότι η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης θα αντιστρέψει τις δύο τάσεις, μειώνοντας μεν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά διατηρώντας το σε σχετικά υψηλά επίπεδα ως προς το ΑΕΠ. Η κλασική συνταγή θεραπείας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να δαπανά η χώρα λιγότερα απ’ όσα παράγει, κοινώς λιτότητα. Αν όμως θέλει να βελτιώσει το ισοζύγιο, περιορίζοντας τη δόση λιτότητας, θα πρέπει να βελτιώσει τους όρους και τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η οικονομία και γενικότερα η χώρα. Οι τελευταίοι καθορίζονται από τους θεσμούς. Επομένως, θα πρέπει να αναβαθμισθούν οι θεσμοί, για να καταπολεμηθούν εμπόδια όπως η γραφειοκρατία και η διαφθορά, που υπονομεύουν τον ρυθμό ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, αποθαρρύνοντας ή ακυρώνοντας παραγωγικές επενδύσεις.
Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο να γίνει σε χώρες όπως η Ελλάδα, που η εκτελεστική εξουσία είναι πιο ίση -για να μην πούμε κάτι άλλο- σε σχέση με τις άλλες δύο. Όμως, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.