Για περίπου ένα σχεδόν χρόνο, οι μοναχές μιας Ιεράς Μονής στην Πελοπόννησο δεν επέτρεπαν στον εργολάβο του ΑΔΜΗΕ να κατασκευάσει τους δύο τελευταίους πυλώνες υψηλής τάσης για να ολοκληρωθεί μια επένδυση 110 εκατ. ευρώ (επέκταση του συστήματος 400 kV προς την Πελοπόννησο). Σημειωτέον, ότι η Ιερά Μονή απείχε 460 μέτρα από τους πυλώνες. Οι αντιρρήσεις τους εκάμφθησαν μετά τις παρεμβάσεις υψηλά ιστάμενων κληρικών και ένα έργο ύψους 700 χιλ. ευρώ που αποδέχθηκε να αναλάβει η εταιρεία.
Κάτι τέτοιες ιστορίες μάς έρχονται στο μυαλό, όταν ακούμε υπουργούς και άλλους να μιλάνε για μεγάλες επενδύσεις που μπορούν να μεταμορφώσουν την ελληνική οικονομία προς το καλύτερο. Ευλόγως λοιπόν γεννάται το ερώτημα: Θα μειωθούν δραστικά έως εξαλειφθούν ανάλογα φαινόμενα, που βάζουν εμπόδια στην υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων την επόμενη 5ετία;
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Απλά, ελπίζουμε ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα βγαίνουν πιο γρήγορα, μειώνοντας τον χρόνο αδράνειας.
Χθες, μιλώντας στο ψηφιακό συνέδριο του Economist, o αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, ένα από τα πιο συγκροτημένα κυβερνητικά στελέχη, αναφέρθηκε στην ευκαιρία που προσφέρει η αξιοποίηση των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, «… ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών έθεσε στόχο να πραγματοποιηθούν, με κινητοποίηση και πόρων του ιδιωτικού τομέα, συνολικές επενδύσεις ύψους 45-50 δισ. ευρώ, ταυτόχρονα με την προώθηση σειράς μεταρρυθμίσεων που θα λύσουν χρόνιες παθογένειες του ελληνικού οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου». Μ’ αυτό τον τρόπο ελπίζει να ανεβεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πάνω από το 1% που προβλέπει το ΔΝΤ μακροπρόθεσμα. Κοντά στο 1% είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης τα τελευταία 40 χρόνια όπως έχει παρατηρήσει ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος της Grant Thornton.
Για όσους το έχουν ξεχάσει, η πρόβλεψη του ΔΝΤ είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα πριν λίγα χρόνια, ενώ αντιρρήσεις είχε επίσης εκφράσει η Κομισιόν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Η Αθήνα συνέδεε το 1% με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και δημοσιονομική λιτότητα ενώ οι Βρυξέλλες με έμμεση πίεση προς την Ευρωζώνη για μεγαλύτερη ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Όπως κι αν έχει, το πρόβλημα παραμένει.
Η Ελλάδα αποεπενδύει για πάνω από μια δεκαετία. Οι δαπάνες για την αγορά νέων μηχανημάτων και γενικά εξοπλισμού, κτιριακών εγκαταστάσεων κ.λπ. για την αύξηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών που εν συνεχεία θα πωληθούν, αποφέροντας έσοδα, είναι λιγότερες σε αξία από εκείνα που φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου. Πόσα λείπουν;
Η έκθεση Πισσαρίδη τοποθετεί το επενδυτικό κενό στα 130 δισ. ευρώ, μετρώντας την απόκλιση των πάγιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της ΕΕ την περίοδο 2010-2019. Ο ΣΕΒ εκτιμούσε το επενδυτικό κενό στα 100 δισ. ευρώ πιο παλιά.
Στα λόγια, το επενδυτικό κενό κλείνει εύκολα με επίκληση των γνωστών κλισέ περί δημόσιων επενδύσεων, ΣΔΙΤ κ.λπ. Στην πράξη, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και δύσκολα, με γραφειοκρατία, άδειες, αρχαιολογική υπηρεσία, δασαρχείο κ.λπ. Επιπλέον, αρκετοί από τους εμπλεκόμενους «επιχειρηματίες» και μη διαπνέονται από τη νοοτροπία της αρπαχτής.
Αναμφισβήτητα, η ρευστότητα που κυκλοφορεί διεθνώς είναι τεράστια και ένα πολύ μικρό μέρος της αν ερχόταν στην Ελλάδα, μαζί με τα κοινοτικά κονδύλια για παραγωγικές επενδύσεις, τα οφέλη θα ήταν τεράστια. Όμως, προς το παρόν, το επενδυτικό κενό παραμένει, υπονομεύοντας τον τωρινό και μελλοντικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.