Κάθε λαός είναι διαφορετικός. Υπάρχουν λόγοι που το εξηγούν. Ένας τρόπος για να το διαπιστώσει κάποιος είναι να ρίξει μια ματιά στον τρόπο προσέγγισης της πανδημίας από διαφορετικές χώρες.
Γράφτηκε πρόσφατα στον Τύπο ότι η Τσεχία, ένα κράτος της Κεντρικής Ευρώπης με 10,4 εκατ. πληθυσμό, δηλ. ίδιο περίπου με της Ελλάδας, αποφάσισε να «ανοίξει» ξανά την οικονομία της από την Πέμπτη. Σημειώνεται ότι η Τσεχία είχε πάει αρκετά καλά στον πρώτο γύρο της πανδημίας. Όμως, η κατάσταση τους ξέφυγε το καλοκαίρι, με αποτέλεσμα να φθάσουν να έχουν πάνω από 20 χιλ. κρούσματα ημερησίως σε κάποια στιγμή το φθινόπωρο και να μπουν σε περιορισμό νωρίτερα από εμάς.
Μιλώντας χθες με άτομο που διαμένει στην Πράγα, η στήλη ανακάλυψε ότι η απόφαση για άνοιγμα της οικονομίας ελήφθη γιατί τα κρούσματα είχαν μειωθεί δραστικά. Πόσα; Κοντά στις 2.000 ημερησίως είναι η απάντηση. Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα σκεφτόταν να ανοίξει την οικονομία με τον ίδιο αριθμό κρουσμάτων καθώς θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Στην Τσεχία, που έχει πάει από τις 20.000+ κρούσματα ημερησίως στις 2.000, φαίνεται πιο εύκολο και γίνεται αποδεκτό, παρότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών από επιπλοκές τις Covid-19 ξεπερνά τις 7.000, έναντι κάπου 2.300 στην Ελλάδα.
Αναφερθήκαμε στον τρόπο προσέγγισης της πανδημίας, που είναι το κυρίαρχο θέμα της εποχής μας, από δύο χώρες με παρόμοιο πληθυσμό, για να υπογραμμίσουμε τις διαφορές τους. Το ίδιο ισχύει για τις επενδύσεις, άμεσες ή χαρτοφυλακίου. Κάποιες χώρες τις ευνοούν περισσότερο από άλλες.
Τα νέα για το εμβόλιο κατά της Covid-19 έδωσε την ευκαιρία στις χώρες και στους ανθρώπους που αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο να επωφεληθούν. Ο Νοέμβριος ήταν ο καλύτερος των τελευταίων δεκαετιών για τις μετοχές, με τους δείκτες S&P 500 και Dow Jones να φτάνουν σε νέα υψηλά όπως και το bitcoin.
Όμως, οι κερδισμένοι ως προς τον συνολικό πληθυσμό είναι ένα μικρό ποσοστό. Σε κάποιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, είναι συγκριτικά μεγαλύτερο σε σχέση με άλλων, π.χ. Ελλάδα. Πολλοί έχουν επισημάνει πως μια τέτοια εξέλιξη, όσο καλή κι αν είναι, οδηγεί ταυτόχρονα σε αύξηση των ανισοτήτων καθώς ωφελούνται κατά τεκμήριο οι πιο εύποροι. Κι αυτό γιατί οι τελευταίοι επενδύουν μεγαλύτερα ποσά σε τίτλους υψηλότερου ρίσκου καθώς μπορούν να το κάνουν, χωρίς να ανησυχούν ότι θα τα χάσουν όλα.
Μια μελέτη που συνέταξαν οικονομολόγοι του ΔΝΤ και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Econometrica πριν από μερικούς μήνες, επικεντρωνόμενη στα στοιχεία 12 χρόνων από τη Νορβηγία που έχει φόρο πλούτου, κατέληξε σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Ένα από αυτά ήταν πως οι πιο εύποροι συχνά αποκομίζουν υψηλότερη απόδοση, ακόμη κι αν κάνουν συντηρητικές τοποθετήσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν πρόσβαση σε περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες και καλύτερους διαχειριστές της περιουσίας τους.
Οι αποδόσεις των πλούσιων εμφανίζουν επίσης υψηλό συσχετισμό διαγενεολογικά. Τα παιδιά των εύπορων κληρονομούν μεγάλες περιουσίες αλλά δεν καταλήγουν συνήθως να επιτυγχάνουν τις υψηλές αποδόσεις των γονιών τους, επειδή ίσως δεν έχουν το ίδιο ταλέντο. Άλλο η κληρονομιά κι άλλο το ταλέντο, όπως αναφέρει ο Davide Malacrino του ΔΝΤ. Με άλλα λόγια, τα λεφτά πάνε στα λεφτά όπως λέει ο λαός και το ράλι των αγορών ευνοεί μια τέτοια εξέλιξη περισσότερο στην εποχή μας. Ταυτόχρονα, όμως, αυξάνει τις ανισότητες.