Οι διογκωμένες κρατικές δαπάνες και τα μειωμένα έσοδα εν μέσω πανδημίας έχουν διογκώσει τα ελλείμματα και τα δημόσια χρέη, αλλά σχεδόν κανένας δεν μοιάζει να ανησυχεί.
Ας πάρουμε τη χώρα μας. Το πρωτογενές έλλειμμα του ελληνικού προϋπολογισμού εκτιμάτο ότι θα έφθανε κοντά στο 7% του ΑΕΠ φέτος, πριν από τη δεύτερη καραντίνα, αλλά είναι πλέον μαθηματικά σίγουρο ότι θα είναι αρκετά μεγαλύτερο. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 15 δισ. ευρώ και πλέον, που θα κληθούμε να αποπληρώσουμε σε μερικά χρόνια. Η ύφεση θα είναι επίσης μεγαλύτερη και ο λόγος χρέος προς ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 200% το 2020, σύμφωνα με την Κομισιόν. Κι όλα αυτά, όταν είναι πιθανό να δούμε ένα ή περισσότερα λοκντάουν τους επόμενους μήνες καθώς θα περιμένουμε το ή τα εμβόλια.
Δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς ιδανικό περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά οι αγορές συνεχίζουν να συμπιέζουν το κόστος δανεισμού της Ελλάδας κι άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας που δεν διάγουν τις καλύτερες μέρες τους όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 8 χρόνια πριν, το 2012, η Πορτογαλία δανειζόταν για 10 χρόνια με επιτόκιο 12% και τώρα το κοντέρ κοντεύει να μηδενίσει. Η Ελλάδα δανείζεται για 10 χρόνια μ’ ένα επιτόκιο κοντά στο 0,8% και πρόσφατα έφθασαν στο σημείο να την πληρώνουν για να τη δανείσουν για 3 χρόνια.
Αναμφισβήτητα, το κυνήγι των αποδόσεων οδηγεί πολλούς επενδυτές στα ομόλογα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός είναι αρνητικός στην ευρωζώνη επί τρεις συνεχείς μήνες επαναφέρει τον εφιάλτη του αποπληθωρισμού. Αυτή η τάση σε συνδυασμό με την έκρηξη των κρουσμάτων Covid-19 σε αρκετές χώρες οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μεγαλύτερες αγορές ομολόγων τα επόμενα τρίμηνα. Οι δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ κας Λαγκάρντ δείχνουν επίσης προς την ίδια κατεύθυνση.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει το επιπλέον πλεονέκτημα του αποκαλούμενου μαξιλαριού ασφαλείας των 37 δισ. ευρώ και τις προβλέψεις για περιορισμένες νέες εκδόσεις χρεογράφων, κοινώς περιορισμένη προσφορά, τα επόμενα χρόνια.
Είναι προφανές ότι πίσω απ’ όλους τους υπολογισμούς και τη ζήτηση για ελληνικούς τίτλους που παρατηρείται, βρίσκεται το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας (PEPP). Αυτό αναμένεται να επεκταθεί χρονικά πέρα από τον Ιούνιο του 2021, αυξάνοντας παράλληλα το ύψος του από το 1,35 τρισ. ευρώ που βρίσκεται σήμερα.
Όμως, από κάποιο σημείο και μετά, το PEPP θα εγκαταλειφθεί και η ΕΚΤ θα στραφεί στο βασικό της πρόγραμμα αγοράς τίτλων. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα βρεθεί στην απέξω, καθότι δεν προλαβαίνει να ανέβει τα σκαλιά που απαιτούνται για να βρεθεί στην επενδυτική κατηγορία των διεθνών οίκων αξιολόγησης.
Ο Covid-19 έχει συμβάλει στην ενεργοποίηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ με τη συμμετοχή της Ελλάδας. Όμως, από την άλλη πλευρά, η πανδημία έχει προκαλέσει ύφεση, αυξήσει το χρέος και εν κατακλείδι παρατείνει τον χρόνο που απαιτείται για να αναβαθμισθεί η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα και να συμμετάσχει στο τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Το γεγονός ότι η Moody’s εξέπληξε πρόσφατα θετικά οφείλεται περισσότερο στην ευθυγράμμισή της με τον S&P παρά σε οτιδήποτε άλλο, κατά την ταπεινή μας άποψη.
Κοντολογίς, η πανδημία πιέζει την ΕΚΤ να βοηθήσει τις χώρες-μέλη με το πρόγραμμα PEPP αλλά ταυτόχρονα δυσκολεύει τον δρόμο της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα.