Θυμάστε τα περιβόητα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το δημοσιονομικό και το άνοιγμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, για τα οποία μιλούσαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι τα χρόνια της κρίσης; Εμείς σχεδόν τα ξεχάσαμε με τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα των προηγούμενων χρόνων, όμως αυτά δεν μας ξέχασαν. Να υπενθυμίσουμε ότι το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στο 10% του ΑΕΠ περίπου το 2009 ενώ το δίδυμο έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου κινείτο σε διψήφιο νούμερο την ίδια χρονιά.
Για να κατανοηθεί η πορεία του δεύτερου, την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, θα έπρεπε να τονισθεί πως το μέγιστο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είχε ανέλθει στο 5% του ΑΕΠ από το 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έναντι 14% του ΑΕΠ το 2008, που ήταν το μεγαλύτερο όλων των εποχών. Πολλοί θεωρούσαν ότι το εξωτερικό έλλειμμα αντανακλούσε τις ανισορροπίες σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στο εσωτερικό. Σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα έπρεπε να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη τροφοδοτείτο κυρίως από την εγχώρια συνολική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών που υπερέβαινε το δυνητικό εγχώριο προϊόν.
Ας έλθουμε στο σωτήριο έτος 2020. Τι βλέπουμε; Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται, την ίδια στιγμή που το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού αυξάνεται. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε έλλειμμα 7,9 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020, αυξημένο κατά 5,2 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο της ίδιας περιόδου του 2019. Παρά τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών λόγω της συρρίκνωσης των εισαγωγών που ήταν μεγαλύτερη από την μείωση των εξαγωγών, η κατάρρευση του τουρισμού συμπαρέσυρε τα πάντα, οδηγώντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μεγάλο έλλειμμα.
Αν και ο κρατικός προϋπολογισμός διαφέρει από εκείνον της Γενικής Κυβέρνησης, η τάση είναι η ίδια. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου - Αυγούστου 2020, το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 5,48 δισ. ευρώ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος 2,9 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2019. Η διαφορά είναι πως το 2020 είναι χρονιά ύφεσης και όχι ανάπτυξης.
Παρ’ όλα αυτά η απάντηση στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει παραμένει η ίδια, σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση. Η διόρθωση των εσωτερικών ανισορροπιών με διαρθρωτικές αλλαγές προς προϊόντα με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και κλάδους με αναπτυξιακές προοπτικές, ώστε να κλείσει το άνοιγμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Όμως, αυτές δεν αρκούν.
Η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και κατά συνέπεια του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε μεσοπρόθεσμη βάση απαιτεί επίσης την αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Δεν είναι μέτρο οικονομικής πολιτικής, όμως έχει οικονομικές επιπτώσεις καθώς οι θεσμοί επηρεάζουν τα πάντα καθώς θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου είναι ασφαλώς η δικαστική εξουσία, στην οποία παίρνει συνήθως πολλά χρόνια για να βγάλει αποφάσεις για υποθέσεις π.χ. επενδυτικού ενδιαφέροντος. Εδώ, το πρόβλημα είναι βαθύτερο καθώς οι ανώτατοι δικαστικοί διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση και αυτοί με τη σειρά τους διορίζουν υφισταμένους τους. Πρακτικά, δεν υπάρχει διάκριση της εκτελεστικής από τη δικαστική εξουσία.
Θέμα υπάρχει επίσης με τον θεσμό των επονομαζόμενων ανεξάρτητων αρχών. Διεθνείς μελέτες δείχνουν πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των θεσμών και της πορείας μιας οικονομίας. Πέρα λοιπόν όλων των άλλων, δηλ. της προσαρμογής δαπανών, φόρων, εισοδημάτων και των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και εργασίας για να κλείσουν οι τρύπες στο εσωτερικό και το εξωτερικό ισοζύγιο, η Ελλάδα θα πρέπει να αναβαθμίσει τους θεσμούς της.
Αν εξαιρέσουμε τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία, δυστυχώς, οι προοπτικές για σοβαρή αναβάθμιση των θεσμών δεν είναι οι καλύτερες, κατά την ταπεινή άποψη της στήλης.