Η Ελλάδα έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα στο παρελθόν για «μαγείρεμα» των στατιστικών της στοιχείων, ώστε να γίνει μέλος της ευρωζώνης το 2001. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα έχει κατηγορηθεί για τη χρήση στατιστικών τρικ, που είχαν στόχο την ικανοποίηση του δημοσιονομικού κριτηρίου, δηλ. να εμφανίσει έλλειμμα προϋπολογισμού μικρότερο από 3% του ΑΕΠ, το 1999, ώστε να συμμετάσχει στο ευρώ δύο χρόνια αργότερα. Τα στατιστικά τρικ της Ελλάδος συνδέονταν κυρίως με την εγγραφή των δαπανών για προμήθειες στρατιωτικού υλικού.
Το γεγονός ότι μια άλλη χώρα, π.χ. Ισπανία, εμφάνισε έλλειμμα προϋπολογισμού μεγαλύτερο από 3% του ΑΕΠ με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία του 1997, δηλ. δύο χρόνια πριν μπει στην ευρωζώνη το 1999, έχει ξεχασθεί. Και φυσικά αγνοείται το γεγονός ότι η Γαλλία ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει τις μελλοντικές συντάξεις των εργαζομένων της France Telecom, με αντάλλαγμα την προκαταβολή του ποσού των 5,7 δισ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ, ώστε να ικανοποιήσει το δημοσιονομικό κριτήριο του Μάαστριχτ το 1997. Κατά τον ίδιο τρόπο που αγνοείται η χρήση των αποθεματικών των συνταξιοδοτικών ταμείων των ιδιωτικών τραπεζών της Πορτογαλίας, για να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας το 2010 και το 2011.
Όμως, ίσως έχει έλθει η ώρα να πάρει το αίμα της πίσω. Πώς; Ακολουθώντας το παράδειγμα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, ώστε να δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία με την αξιοποίηση των μεγάλων κοινοτικών πόρων που αναμένονται τα επόμενα χρόνια.
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα εορτάσθηκε η επέτειος από την επανένωση της Γερμανίας πριν 30 χρόνια, που χαρακτηρίσθηκε από ένα σοβαρό λάθος. Τη μετατροπή του ανατολικογερμανικού Ostmark σε Deutsche marks με ισοτιμία 1 προς 1, που προκάλεσε την αύξηση των μισθών των Ανατολικογερμανών στο 70% του επιπέδου των Δυτικογερμανών, παρότι η παραγωγικότητα βρισκόταν στο 30% της Δυτικής Γερμανίας κατά μέσο όρο. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν η υπονόμευση της βιομηχανίας της πρώην Ανατ. Γερμανίας.
Επίσης, η πολιτική της ιδιωτικοποίησης ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων με την πώλησή τους μέσω του οργανισμού Treuhandanstalt αντί πινακίου φακής, με αντάλλαγμα την εγγύηση των θέσεων εργασίας, δεν απέδωσε. Η πολιτική έδωσε μεν κίνητρα για την εγκατάσταση δυτικογερμανικών εταιρειών στο ανατολικό τμήμα, όμως το συγκριτικό πλεονέκτημα των χαμηλότερων μισθών είχε χαθεί. Επιπλέον, η διάλυση του Treuhandanstalt σήμαινε το τέλος των επιχορηγήσεων, με αποτέλεσμα να στερέψουν οι επενδύσεις.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί να αντιστρέψει και θεραπεύσει σήμερα η Γερμανία, μετατρέποντας το Ανατολικό τμήμα της χώρας σε κέντρο υποδοχής επενδύσεων για την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων και μπαταριών. Η BMW και η Volkswagen παράγουν ήδη ηλεκτρικά αυτοκίνητα ενώ έρχονται κινεζικές εταιρείες και η Tesla. Ο λόγος είναι το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ντιλ που υπόσχεται να παράσχει επιχορηγήσεις σε περιοχές με μεγάλα κοιτάσματα ορυκτών όπως το κάρβουνο και ο λιγνίτης να μεταβούν σε πιο πράσινες μορφές ενέργειας. Και φυσικά, η βιομηχανική πολιτική της Γερμανίας με ορίζοντα το 2030 για την ίδρυση βιομηχανιών παραγωγής μπαταριών.
Η πρώην Αν. Γερμανία αναμένεται να επωφεληθεί επίσης από τις αλλαγές που φέρνει η πανδημία του νέου κορωνοϊού στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Κι αυτό γιατί περισσότερες εταιρείες κατασκευής ηλεκτρικών αυτοκινήτων, και όχι μόνο, θα επιδιώξουν να παράγονται περισσότερα εξαρτήματα κοντά τους αντί π.χ. στην Ασία. Κοντολογίς, η στροφή της ΕΕ στην πράσινη οικονομία με την παροχή χρηματοδότησης προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Ελλάδα να επωφεληθεί, όπως δείχνει το παράδειγμα της επαναβιομηχάνισης της πρώην Ανατ. Γερμανίας.