Ο εθισμός σε προγράμματα νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης μπορεί να βοηθά την οικονομία των χωρών-μελών της ευρωζώνης βραχυπρόθεσμα, όμως δημιουργεί σχέση εξάρτησης των χωρών μεσοπρόθεσμα.
Γύρω στις 25 του περασμένου Φεβρουαρίου, ο υπουργός Υγείας της Γερμανίας Jens Spahn δήλωνε στο Βερολίνο ότι «είμαστε στην αρχή μιας πανδημίας» και ο Peter Marks του οργανισμού φαρμάκων στις ΗΠΑ προειδοποιούσε ότι ήμασταν μπροστά σε πανδημία. Η ανθρωπότητα είχε αρχίσει να κάνει υπολογισμούς για την οικονομική επίπτωση της πανδημίας στην οικονομία. Λίγες μέρες αργότερα μέσα στο Μάρτιο, η ΕΚΤ αναλάμβανε δράση καθώς οι δημοσιονομικές αρχές καθυστερούσαν. Μετά από μια μάχη που δόθηκε εκείνη την περίοδο από τον πρωθυπουργό και αφού η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ακούμπησε το 4%, η ΕΚΤ ενέταξε τα ελληνικά ομόλογα στη λίστα εκείνων που μπορεί να αγοράζει στη δευτερογενή αγορά, στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ακολούθησαν κι άλλα μέτρα από την ΕΚΤ όπως η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων για πράξεις αναχρηματοδότησης. Όμως, εκείνο που έμεινε από εκείνη την ιστορία είναι πως η ΕΚΤ ξεκίνησε να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, παρότι η χώρα μας δεν έχει πιστοληπτική διαβάθμιση επενδυτικής βαθμίδας.
Τον περασμένο Ιούνιο, η ΕΚΤ επέκτεινε το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων για την αντιμετώπιση της πανδημίας έως τα μέσα του 2021, από τα τέλη του 2020 που έληγε αρχικά. Αρκετοί ξένοι οίκοι πλέον προβλέπουν ότι το έκτακτο πρόγραμμα θα επεκταθεί έως τα τέλη του 2021. Η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει από τον περασμένο Απρίλιο μέχρι σήμερα ελληνικά χρεόγραφα αξίας άνω των 10 δισ. ευρώ, συμπιέζοντας τις αποδόσεις τους και το κόστος δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά. Ό,τι συνέβη με την Ελλάδα έχει ήδη εφαρμοσθεί στο κανονικό πρόγραμμα αγοράς τίτλων (QE) με την Ιταλία από το 2015. Χωρίς αυτό, η Ιταλία και άλλες χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ δεν θα μπορούσαν να αναχρηματοδοτήσουν τα ομόλογα που έληγαν με χαμηλά επιτόκια.
Με βάση τις δηλώσεις της κας Λαγκάρντ, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να εφαρμόζει χαλαρή νομισματική πολιτική μέχρι να ανέβει ο πληθωρισμός στο 2% περίπου. Πρόκειται για δομική αλλαγή του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής λόγω Covid. H αλλαγή ευνοεί επίσης την υλοποίηση μιας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής παρά τα υψηλά δημόσια χρέη ως προς το ΑΕΠ. Ήδη η ΕΕ έχει άρει τους περιορισμούς στη δημοσιονομική πολιτική που υπήρχαν λόγω της πανδημίας για το 2020 και πιθανόν το 2021.
Αξιωματούχοι όπως η κα Λαγκάρντ ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να παραβιάσουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, με προγράμματα δημοσιονομικής τόνωσης που η ΕΚΤ πρακτικά χρηματοδοτεί, δημιουργώντας εξάρτηση. Η Ελλάδα αναμένεται να εμφανίσει πρωτογενές έλλειμμα πάνω από 6% του ΑΕΠ φέτος έναντι πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Άλλες χώρες της ΟΝΕ βρίσκονται περισσότερο στο κόκκινο κι άλλες λιγότερο.
Οι διαφορές από χώρα σε χώρα είναι μεγάλες, αυξάνοντας τον κίνδυνο κατακερματισμού της ευρωζώνης, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει με το Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ. Όπως γίνεται με τα ναρκωτικά, έτσι κι εδώ δημιουργείται μια μόνιμη σχέση εξάρτησης των χωρών από τα έκτακτα και τακτικά προγράμματα της ΕΚΤ λόγω της πανδημίας, που οδηγεί σ’ ένα δημοσιονομικό τούνελ χωρίς τέλος.