Οι απαισιόδοξοι δεν περιμένουν απλώς μια βαθιά ύφεση το 2020. Θεωρούν πως η ανάκαμψη θα είναι αργή στην αρχή και θα καθυστερήσει να έλθει. Τα μεγάλα ποσά που οι κυβερνήσεις έχουν δαπανήσει μοιάζουν περισσότερο με σωσίβια που αποσκοπούν στον περιορισμό της ζημιάς παρά με προγράμματα τόνωσης των οικονομιών.
Στη δική μας περίπτωση, οι ελπίδες έχουν εναποτεθεί στο περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης κι ενώ περιμένει το υπουργείο Οικονομικών να εισρεύσουν τα κοινοτικά κονδύλια από το ΕΣΠΑ, το πρόγραμμα Sure της Κομισιόν κ.λπ., τους επόμενους μήνες.
Όμως, σε μεγάλο βαθμό, το οικονομικό αποτέλεσμα θα κριθεί από τις δαπάνες των καταναλωτών που αντιστοιχούν στο 70% περίπου του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Αν η πανδημία οδηγήσει σε μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς της μεγάλης πλειοψηφίας των καταναλωτών, όπως περιμένουν οι απαισιόδοξοι, επικεντρωνόμενοι περισσότερο στην ικανοποίηση των αναγκών και δευτερευόντως των επιθυμιών τους καθώς ανησυχούν για το άγνωστο, η ανάκαμψη θα είναι αργή.
Στην Ελλάδα, σημειώθηκε αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα εν μέσω πανδημίας. Πράγματι, οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε 146,6 δισ. ευρώ τον Απρίλιο του 2020 έναντι 145,1 δισ. τον Μάρτιο και 142,2 δισ. τον Φεβρουάριο. Το τέλος του 2019, τις είχε βρει στα 143,1 δισ. ευρώ. Η κύρια εξήγηση για την ανωτέρω αύξηση ήθελε τους ιδιώτες να αποταμιεύουν, γιατί δεν είχαν πού να ξοδέψουν τα λεφτά τους κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Από την άλλη πλευρά, οι καταθέσεις και ρέπος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκαν τον Απρίλιο σε σύγκριση με τον Μάρτιο, όταν είχαν αυξηθεί σε σύγκριση μ’ ένα μήνα πριν. Αυτό συμβαδίζει με τη διαπίστωση ότι η ελληνική όπως κι άλλες κυβερνήσεις έχουν αυξήσει τις κρατικές δαπάνες, λειτουργώντας ως αντίβαρο. Με άλλα λόγια, ο ιδιωτικός τομέας αποταμίευε αλλά η γενική κυβέρνηση δαπανούσε κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Το αποτέλεσμα ήταν οι καταθέσεις των κατοίκων εσωτερικού να υποχωρήσουν στα 159,8 δισ. ευρώ τον περασμένο Απρίλιο από 162,4 δισ. τον Μάρτιο και 157,3 δισ. τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Φυσικά, η αύξηση των κρατικών δαπανών τονώνει τη ζήτηση βραχυχρόνια αλλά οδηγεί σε σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους στα επίπεδα του 190%-200% του ΑΕΠ. Όμως, το τελευταίο λειτουργεί συνήθως ως φρένο στην ανάπτυξη παρά τις διευθετήσεις που έχουν γίνει και σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού δημιουργούν μια αρνητική εικόνα για τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Σημειωτέον ότι στην Ελλάδα, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών ξεπερνούν το διαθέσιμο εισόδημα από το 2012 μέχρι σήμερα. Αυτό μεταφράζεται σε αρνητική αποταμίευση, που όμως μειώθηκε την τελευταία διετία.
Αν λοιπόν η πανδημία οδηγήσει σε μια μόνιμη αλλαγή συμπεριφοράς των καταναλωτών, που θα συνοδεύεται από αύξηση της αποταμίευσης, η οικονομία μπορεί να μας εκπλήξει δυσάρεστα. Η αυτοψία θα δείξει, όμως ο προβληματισμός είναι βάσιμος.