Ο Βρετανός ιστορικός T.B. Macaulay είχε γράψει το 1830 στους σύγχρονούς του που ήταν απαισιόδοξοι, την κάτωθι απάντηση: «… Σε ποια αρχή είναι ότι, όταν δεν βλέπουμε τίποτε άλλο παρά βελτίωση πίσω μας, δεν θα περιμένουμε τίποτε άλλο παρά επιδείνωση μπροστά μας;».
Οι αισιόδοξοι της τωρινής εποχής επισημαίνουν ότι το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας έχει υπερ-15πλασιασθεί από τότε μέχρι σήμερα. Επίσης, το κόστος ενός προϊόντος που ήταν απαραίτητο τότε, π.χ. ενός κεριού για να βλέπει και να διαβάζει κάποιος, ήταν ίσο με μερικές ώρες εργασίας έναντι ενός κλάσματος του δευτερολέπτου σήμερα.
Οι αισιόδοξοι θέλουν να δείξουν μ’ αυτό τον τρόπο στους απαισιόδοξους ότι δεν είναι σώφρον να υποθέτει κάποιος ότι η σημερινή οικονομική κρίση θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Η καινοτομία ίσως κάνει τη διαφορά.
Ο Τζόζεφ Σουμπέτερ, o Αυστριακός οικονομολόγος, ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία για τη φράση «δημιουργική καταστροφή», είχε πει κάποτε και κάτι άλλο. «Η καπιταλιστική επιτυχία δεν έγκειται τόσο στην παραγωγή περισσότερων μεταξωτών καλτσών για τις βασίλισσες αλλά γιατί τις έκανε πιο προσιτές στις εργαζόμενες», θέλοντας να δείξει τη δύναμη της καινοτομίας.
Όμως, τo οικονομικό σύστημα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με τους τρεις δολοφόνους Ds, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Demographics (Δημογραφικό), Debt (Χρέος) και Deflation (Αποπληθωρισμός).
Όλοι σχεδόν κατανοούν το πρόβλημα που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς επιβαρύνει το δημόσιο σύστημα υγείας και το συνταξιοδοτικό. Το δημογραφικό πρόβλημα υποσκάπτει τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως, δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας. Το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος συνεισφέρει προς την ίδια κατεύθυνση.
Φυσικά, η πολιτική των χαμηλών έως αρνητικών επιτοκίων που εφαρμόζουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε συνδυασμό με τις μαζικές αγορές τίτλων (QEs) έχουν δημιουργήσει την εντύπωση πως το χρέος είναι βιώσιμο και υπό έλεγχο. Πράγματι, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται πως θα ξεπεράσει το 190% το 2020 και ίσως πιάσει το 200%. Παρ’ όλα αυτά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχωρούν καθώς οι συμμετέχοντες στις αγορές λαμβάνουν υπόψη τις αγορές της ΕΚΤ και τις περιορισμένες ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μέχρι το 2032.
Αυτό που πραγματικά έχει μειωθεί δεν είναι άλλο από το ρίσκο αναχρηματοδότησης της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλ. των ομολόγων και εντόκων που λήγουν. Η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών έχει επίσης δημιουργήσει την αίσθηση, ή ψευδαίσθηση κατ’ άλλους, της ανάπτυξης ενώ το χρέος αυξάνεται σταθερά ως αποτέλεσμα του φθηνού χρήματος. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού εμφανίζεται να έχει μειωθεί σημαντικά.
Όμως, η μεγάλη αύξηση του χρέους βάζει τρικλοποδιές στο ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα κι άλλες υπερχρεωμένες χώρες, σε μια περίοδο που η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο. Κι οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στα κέρδη των επιχειρήσεων, ωθώντας τις μετοχές τους σε χαμηλότερα επίπεδα.
Τα πακέτα στήριξης της ΕΕ έχουν στόχο να περιορίσουν τη ζημιά και να βοηθήσουν στην επανεκκίνηση των οικονομιών, ώστε να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός. Αν όμως βάλουμε τα τρία D μαζί, το αποτέλεσμα δεν είναι καλό. Μάλλον μίζερο μοιάζει, εκ πρώτης όψεως.
Θα μπορούσε η τεχνολογία ή κάποια άλλη πολιτική να «σώσει» το οικονομικό σύστημα; Η αυτοψία θα δείξει.