Μήπως έχετε προσέξει που έχει υποχωρήσει η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου (ουσιαστικά 9ετούς); Την τελευταία φορά που ρίξαμε μια ματιά, χθες το βράδυ, βρισκόταν κοντά στο 1,78%. Αρκετά καλά τα έχει πάει επίσης το 7ετές ομόλογο που πουλήθηκε τον Απρίλιο εν μέσω καταιγίδας.
Όσοι το αγόρασαν και το κράτησαν, βγάζουν καλό κέρδος μέσα σ’ ένα μήνα περίπου. Υπενθυμίζεται πως το 24% περίπου της έκδοσης κατευθύνθηκε στις ελληνικές τράπεζες που καταγράφουν κέρδη. Κι ως γνωστόν, όταν έχεις ευχαριστημένους επενδυτές-πελάτες, δύο πράγματα θα συμβούν. Πρώτον, και τον καλό τους λόγο θα πουν σε τρίτους και δεύτερον, θα είναι πιο πρόθυμοι να μπουν στην επόμενη έκδοση του ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να περιμένουν ότι θα τους αφήσεις πάνω στο τραπέζι ό,τι άφησες (ποντάκια στην αργκό) την τελευταία φορά.
Το άρθρο της περασμένης Πέμπτης είχε τον τίτλο «Μια έκπληξη και η ΕΚΤ στρώνουν το έδαφος» και εξηγούσε γιατί τα ελληνικά ομόλογα τα πήγαιναν καλύτερα σε σχέση με άλλα, π.χ. τα ιταλικά. Η έκπληξη, όπως αναφέραμε τότε, προερχόταν από τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, που δεν είχαν μειωθεί παρά τις αυξημένες κρατικές δαπάνες λόγω της κρίσης. Το «μυστικό» κρυβόταν στα έσοδα, που είχαν πάει σχετικά καλά μέχρι τότε λόγω της έκπτωσης του 25% στους φόρους που αρκετές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες έσπευσαν να εκμεταλλευθούν και της μεγάλης ζήτησης για το πετρέλαιο θέρμανσης, λόγω των χαμηλών διεθνών τιμών.
Εκείνο που δεν γνωρίζαμε τότε είναι αυτό που «μεταδίδεται» από τα ντίλινγκ ρουμ των τραπεζών. Κοινώς, πολύς κόσμος σπεύδει να πληρώσει τις υποχρεώσεις του σε εφορίες κ.λπ., γιατί φοβάται τις συνέπειες, π.χ. κατασχέσεις.
Όσον αφορά την ΕΚΤ, οι μικρές σχετικά ημερήσιες αγορές ελληνικών τίτλων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας (Covid-19) «σκούπιζαν» την προσφορά τίτλων από εκείνους που ήθελαν να πουλήσουν για διάφορους λόγους.
Οι εκτιμήσεις από το ντίλινγκ ρουμ μιας τράπεζας ήθελαν την ΕΚΤ να είχε αγοράσει ελληνικά χρεόγραφα συνολικής αξίας 2,7 δισ. ευρώ μέχρι τότε. Μια εβδομάδα αργότερα, οι συνολικές αγορές κυμαίνονται μεταξύ 3 και 3,5 δισ. ευρώ. Κοντά στα 100 εκατ. ευρώ ημερησίως. Η διαφορά φαίνεται στις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων που κινούνται πτωτικά καθώς η προσφορά «σκουπίζεται» από την ΕΚΤ.
Κι αν αυτό δεν πείθει και συζητήσετε με trader, θα μπορούσε να σας μιλήσει για μια σημαντική διαφοροποίηση. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, οι αγορές της ΕΚΤ γίνονταν στη μέση τιμή μεταξύ τιμής αγοράς (bid) και τιμής πώλησης (offer). Όχι πλέον, όπως λένε οι ίδιοι. «Τώρα γίνονται στη τιμή offer».
Ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Ελλάδος όπως είχαμε επισημάνει. Και αναμένεται να δουλέψει ακόμη περισσότερο, όταν η ΕΚΤ ανακοινώσει στις αρχές Ιουνίου ότι αυξάνει τη δύναμη πυρός του έκτακτου προγράμματος (PEPP) κατά 250 δισ. ή 500 δισ. ή και 750 δισ. ευρώ. Είναι το «δωράκι» στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του σημερινού άρθρου.
Η ανισορροπία στην αγορά θα γίνει ακόμη πιο ορατή καθώς όλοι θα γνωρίζουν ότι η αναλογία μεταξύ των τίτλων που θα εκδίδει η Ελλάδα και εκείνων που θα αγοράζει η ΕΚΤ θα είναι ακόμη περισσότερο υπέρ της πρώτης.
Σκεφθείτε το λίγο. Αν στο πρόγραμμα των 750 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ αγοράζει 15 δισ. ευρώ σε ελληνικά χρεόγραφα, πόσα θα πρέπει να αγοράσει αν π.χ. το πρόγραμμα διπλασιασθεί; Ακόμη κι αν επεκταθεί ο χρόνος του προγράμματος PEEP μέσα στο 2021. Θα πρέπει να έρθουν τα πάνω-κάτω για να αλλάξει το τοπίο.
Λεφτά υπάρχουν λοιπόν…