Την Τετάρτη, 18 Μαρτίου, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ακούμπησε το 4% και η τιμή του βυθίσθηκε καθώς αρκετοί έσπευσαν να τα ξεφορτωθούν, για να περιορίσουν τις ζημιές τους (stop loss). Η κατακόρυφη άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων εκείνες τις μέρες, στον απόηχο της απογοήτευσης της αγοράς από την απάντηση της προέδρου της ΕΚΤ κ. Λαγκάρντ σε ερώτηση για το άνοιγμα των spreads στην ευρωζώνη την προηγούμενη εβδομάδα, είχε θορυβήσει πολλούς στην Αθήνα.
Δεν ήταν μόνο η κατακόρυφη άνοδος του κόστους δανεισμού του δημοσίου και ο ενδεχόμενος κίνδυνος μη πρόσβασης στις αγορές. Ήταν επίσης ο κίνδυνος να χάσουν οι εγχώριες τράπεζες μια σημαντική πηγή ρευστότητας μέσω της διατραπεζικής αγοράς repos, με ενέχυρο τα ελληνικά ομόλογα. Όπως γνωρίζουν στελέχη τους, κάποιες αντισυμβαλλόμενες ξένες τράπεζες αναζητούσαν τρόπο απεμπλοκής από τα repos (συμφωνίες επαναγοράς) και πλήρωναν γι’ αυτό εκείνη την περίοδο.
Τα γεγονότα εκείνων των ημερών προφανώς χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα από την ελληνική πλευρά (πρωθυπουργό) στην τηλεφωνική επαφή με την κ. Λαγκάρντ την ίδια μέρα και εκ του αποτελέσματος προκύπτει πως έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ένταξη της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων από την ΕΚΤ για την πανδημία. Ακόμη και μετά την ένταξη της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων για φθηνό δανεισμό από την ΕΚΤ και τη δυνατότητα των εγχώριων τραπεζών να τα αγοράζουν, η πώληση των 7ετών ομολόγων ύψους 2 δισ. ευρώ αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση.
Αναφερθήκαμε στην παραπάνω ιστορία για να δείξουμε πόσο γρήγορα και απότομα αλλάζουν τα δεδομένα στις αγορές και πόσο εκτεθειμένες μπορούν να βρεθούν χώρες όπως η Ελλάδα, που θεωρούνται πιο ευάλωτες λόγω υψηλού δημόσιου χρέους κ.λπ. Επίσης, πόσο σημαντικό είναι για την Ελλάδα να διατηρήσει ένα υψηλό αποθεματικό ρευστότητας, πολύ πάνω από τα 15,7 δισ. ευρώ που είναι το αποκαλούμενο «μαξιλάρι ασφαλείας», αν θέλει να δανείζεται στο μέλλον χωρίς προσφυγή στην προληπτική πιστωτική γραμμή του ESM, που ενέχει όρους.
Η στάση της κυβέρνησης και η διαφαινόμενη απροθυμία της να πάει στον ESM για να χρηματοδοτήσει δαπάνες της πανδημίας υπογραμμίζει τη σημασία της ύπαρξης ενός μεγάλου μαξιλαριού, της τάξης των 25 δισ. ευρώ και άνω, για να πεισθούν οι αγορές να δανείζουν τη χώρα μετά το 2020. Γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να λύσει μια εξίσωση που περιλαμβάνει τις έκτακτες φετινές δημοσιονομικές δαπάνες, τον φετινό δανεισμό και το επιθυμητό απόθεμα ρευστότητας, π.χ. 25 δισ. ευρώ, μπαίνοντας στο 2021.
Το υφιστάμενο μαξιλάρι ήταν 36 δισ. ευρώ μπαίνοντας στον Απρίλιο. Για να περιορισθούν ενδεχόμενες δυσάρεστες εκπλήξεις, η εξίσωση δεν πρέπει να περιλαμβάνει την πιθανή κοινοτική χρηματοδότηση, π.χ. δάνεια ESM, Ταμείο Ανάκαμψης κ.λπ. Είναι λογικό να υποθέσει κάποιος πως το καθαρό έξτρα δημοσιονομικό πακέτο θα ανέλθει στα 15 δισ. ευρώ φέτος, με αναβολές φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και χωρίς τις εγγυήσεις των δανείων. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο μέχρι στιγμής δανεισμός των 4,4 δισ. ευρώ.
Ο αρχικός σχεδιασμός (Σενάριο-1) προέβλεπε χρηματοδοτικές ανάγκες 8 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εντόκων κατά 4,5 δισ. ευρώ περίπου και πρωτογενούς πλεονάσματος 6,5 δισ. ευρώ. Χονδρικά, αν δανεισθεί 2 δισ. ευρώ εκδίδοντας επιπρόσθετα έντοκα για να επανέλθει το στοκ στα 12,6 δισ. που ήταν στο τέλος του 2019, η χώρα χρειάζεται να δανεισθεί κάπου 6 δισ. ευρώ επιπλέον σε ομόλογα μέχρι τα τέλη της χρονιάς, για να βρεθεί με μαξιλάρι 25 δισ. ευρώ στα τέλη του 2020. Κι όλα αυτά, χωρίς έξτρα κοινοτικό δανεισμό και χωρίς έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις αλλά εισπράττοντας 1,5 δισ. ευρώ από την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα ANFAs και SMPs.
Αυτά είναι τα επιπλέον δανεικά που λύνουν την ανωτέρω εξίσωση, κατά την ταπεινή μας άποψη.