Όποια απόφαση κι αν λάβουν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης σήμερα, ένα πράγμα είναι σίγουρο. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν κατακόρυφα καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αμβλύνουν τις παρενέργειες της πανδημίας στην οικονομία και μαζί τους το δημόσιο χρέος. Το πρόβλημα θα είναι εντονότερο σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και κάποιες άλλες.
Το μέγεθος της ύφεσης και το ποσοστό της ανεργίας που θα διαμορφωθεί, θα δείξει σε ποιο βαθμό τα κατάφεραν. Αν οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις της αγοράς είναι σωστές, η ανάπτυξη θα επανέλθει το 2021, η ανεργία θα υποχωρήσει και τα ελλείμματα των προϋπολογισμών θα μειωθούν. Όμως, δεν θα συμβεί το ίδιο με το δημόσιο χρέος.
Εκτός κι αν Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία αλλάξουν άποψη στο ζήτημα της αμοιβαιοποίησης του χρέους. Αν αλλάξουν άποψη -έστω εν μέρει- π.χ. προσεγγίζοντας τη γαλλική πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου Ταμείου που θα εκδίδει χρέος για να βοηθά χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με κάποια φυσική ή μη καταστροφή, οι υπερχρεωμένες χώρες θα επωφεληθούν. Κι αυτό γιατί το Ταμείο, το οποίο μπορεί να είναι υπό την αιγίδα του ESM, θα εκδίδει ομόλογα και κατόπιν θα περνά τα κεφάλαια ως επιχορήγηση σε συγκεκριμένες χώρες.
Και πάλι όμως αυτές οι χώρες θα φορτωθούν νέα δάνεια από αλλού, π.χ. προληπτική γραμμή του ESM, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το πρόγραμμα SURE της Κομισιόν και φυσικά τον δικό τους δανεισμό από τις αγορές.
Οι τρόποι για να εξυπηρετήσει μια χώρα το υψηλότερο χρέος είναι γνωστοί. Να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και να δανείζεται φθηνά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με τα σημερινά δεδομένα, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα δεν είναι πιθανοί στις χώρες με υψηλότερο χρέος. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προς το ΑΕΠ για να πληρώνονται οι τόκοι και μέρος του χρέους δεν φαίνεται εφικτό.
Τι απομένει; Αυτό που λίγο-πολύ συμβαίνει σήμερα, με την ΕΚΤ να κρατά τα παρεμβατικά επιτόκιά της στο μηδέν ή αρνητικά και να αγοράζει μεσομακροπρόθεσμα ομόλογα στη δευτερογενή αγορά για να διατηρεί τις αποδόσεις τους σε χαμηλά επίπεδα.
Διατηρώντας τις αποδόσεις των ομολόγων που εκδίδουν χώρες σε χαμηλά επίπεδα και δανειζόμενες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η ΕΚΤ περιορίζει την επιβάρυνση των εθνικών προϋπολογισμών με μεγάλους τόκους παρά το υψηλό χρέος. Αν η ΕΚΤ ακολουθούσε διαφορετική πολιτική, αρκετές χώρες δεν θα μπορούσαν να βγουν εύκολα από την παγίδα του χρέους καθώς ο συνδυασμός ύφεσης και μεγαλύτερου χρέους θα τους έκλεινε την πόρτα των αγορών.
Ακόμη λοιπόν κι αν όλες οι χώρες εφαρμόσουν μια γενναία, επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπισθεί η πανδημία, η αύξηση του χρέους που συνεπάγεται, απαιτεί μια πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική για να μη «σκάσουν κανόνια».
Συμπέρασμα; Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ ήλθε για να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα.