Η χθεσινή μέρα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σημαντική για την Ελλάδα, για ένα λόγο που λίγοι αντελήφθησαν.
Ως γνωστόν, ο κορωνοϊός έχει ήδη προκαλέσει πολλά ανθρώπινα θύματα, αβεβαιότητα και πανικό στις αγορές. Οι απότομες και μεγάλες μεταβολές τιμών στις μετοχές, στα ομόλογα και στα εμπορεύματα έχουν κρατήσει πολλούς επενδυτές και άλλους στο περιθώριο. Αυτό έχει ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση του όγκου των συναλλαγών και την έλλειψη βάθους στις αγορές, με αποτέλεσμα να αρκεί μια μεγάλη εντολή αγοράς ή πώλησης για να προκαλέσει μεγάλες μεταβολές στις τιμές. Είναι μια κατάσταση που αρέσει σε λίγους επιδέξιους traders που βγάζουν λεφτά αλλά όχι στους πολλούς.
Οι εκδότες χρεογράφων, είτε είναι κράτη είτε είναι επιχειρήσεις, αποφεύγουν να βγαίνουν στις αγορές σε τέτοιες περιόδους, γιατί ρισκάρουν αφενός να μη συγκεντρώσουν τα ποσά που ζητάνε στην αγορά και αφετέρου να πληρώσουν πολύ περισσότερα σε απόδοση. Γι’ αυτό τον λόγο, η απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας να προχωρήσει στη δημοπρασία των 12μηνων εντόκων γραμματίων (52 εβδομάδων) ενείχε ρίσκο με δεδομένες τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στις αγορές.
Η χώρα θα μπορούσε να ακυρώσει τη δημοπρασία και να αποπληρώσει τους κατόχους των 12μηνων εντόκων που έληγαν με τα ταμειακά διαθέσιμα. Όμως, δεν το έκανε και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η απόφαση ήταν σωστή.
Η χώρα δανείσθηκε το ποσό των 375 εκατ. ευρώ, που λογικά θα αυξηθεί με την υποβολή των μη ανταγωνιστικών προσφορών με επιτόκιο 0,24%.
Αν κανείς συγκρίνει το 0,24% με το 0,07% που πλήρωσε για τα 12μηνα έντοκα στην προηγούμενη δημοπρασία του Δεκεμβρίου, θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως πλήρωσε περισσότερα. Όμως, τον Δεκέμβριο, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα από τα σημερινά. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου βρισκόταν τότε κοντά στο 1,3%-1,4% έναντι 1,55% χθες και 1,89% πριν από τρεις μέρες, ενώ και η μεταβλητότητα ήταν συγκριτικά πολύ χαμηλότερη.
Αντίθετα, αν συγκριθεί το 0,24% με το επιτόκιο 0,29% της δημοπρασίας 12μηνων εντόκων του Σεπτεμβρίου, που η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ήταν γύρω στο 1,60%, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με τα σημερινά, θα βγάλει το συμπέρασμα πως πλήρωσε λιγότερα.
Όμως, δεν αναφερθήκαμε σ’ αυτό το θέμα για να συγκρίνουμε τα επιτόκια. Αναφερθήκαμε για να επισημάνουμε πως η χθεσινή δημοπρασία των 12μηνων εντόκων θα είχε μάλλον ακυρωθεί και η χώρα δεν θα είχε δανεισθεί με 1,5% για 10 χρόνια πριν μερικούς μήνες, αν δεν είχε στην άκρη το «μαξιλάρι» των 32 δισ. ευρώ περίπου.
Φυσικά, πληρώνει αρκετά χρήματα σε τόκους για να το συντηρεί, όμως η χρησιμότητά του φαίνεται σε δύσκολες περιόδους όπως η τωρινή. Τότε φαίνεται ποιος είναι νοικοκύρης και ποιος τα έχει φάει στα μπουζούκια.
Η Ελλάδα μπορεί να έχει τα μύρια όσα ανοικτά θέματα, π.χ. κορωνοϊός, ελληνοτουρκικά κ.λπ., όμως δεν χρειάζεται να ανησυχεί για την αναχρηματοδότηση των ετήσιων αναγκών της τα επόμενα χρόνια. Ακόμη και στο ακραίο σενάριο που δεν εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και τις επιστροφές των κερδών του ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs, SMP). Στη τελευταία περίπτωση, οι χρηματοδοτικές ανάγκες καλύπτονται μέχρι και το 2023.
Στη ζωή και στις αγορές δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τα απρόβλεπτα γεγονότα όπως ο κορωνοϊός. Όμως, συμβαίνουν. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να έχει αγοράσει μια χώρα κάποια ασφάλεια για τη δύσκολη ώρα.
Η Ελλάδα δεν φημίζεται για τη νοικοκυροσύνη της. Κι όμως δεν υπάρχει άλλη χώρα στην ευρωζώνη που να βρίσκεται σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία στην ίδια θέση με την Ελλάδα, δηλ. να έχει αρκετή ρευστότητα για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επόμενων ετών.