Στις αρχές Ιανουαρίου του 2014, ο Kenneth Rogoff και η Carmen Reinhart, γνωστοί καθηγητές των Οικονομικών στις ΗΠΑ, παρουσίασαν μια μελέτη τους στο συνέδριο της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης (ΑΕΑ) στη Φιλαδέλφεια, με θέμα τις 100 τραπεζικές κρίσεις των δυο τελευταίων αιώνων. Το συμπέρασμα ήταν πως μια χώρα χρειάζεται 8 χρόνια κατά μέσο για να επαναφέρει το κατά κεφαλήν εισόδημα στα προ κρίσης επίπεδα.
Εκτιμούσαν ότι η πορτογαλική οικονομία θα πετύχαινε την επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα το 2018. Από τα στοιχεία της Κομισιόν, όμως, προκύπτει ότι η οικονομία της χώρας επανήλθε το 2015 στα επίπεδα προ κρίσης και τα ξεπέρασε το 2016.
Για την ελληνική οικονομία, ο Rogoff και η Reinhart είχαν αναφέρει ότι θα χρειαζόταν πιθανόν 12 χρόνια για να επανέλθει. Προφανώς, έπεσαν έξω.
Το ελληνικό ΑΕΠ δεν αναμένεται να βρεθεί στα επίπεδα του 2008-2009 πριν τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 2020, με βάση τα σημερινά δεδομένα. Χθες, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας γνωστοποίησε στη Βουλή τις αναθεωρημένες προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η ΤτE εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα ανέλθει σε 2,2% το 2019 και θα επιταχυνθεί σε 2,5% το 2021 και το 2022.
Υπενθυμίζεται πως η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη 2,8% φέτος και διεθνείς οργανισμοί μεταξύ 2,2% και 2,4%.
Υπάρχει λοιπόν απόσταση στις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ της κυβέρνησης και των υπολοίπων. Αυτός μάλιστα ήταν ο λόγος που μερικοί αμφισβήτησαν την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ τη φετινή χρονιά σε συνδυασμό με όλα τα μέτρα, π.χ. φοροελαφρύνσεις, συντάξεις κ.λπ.
Εκ πρώτης όψεως, η ένσταση μοιάζει εύλογη και λογική. Πράγματι, είναι και τα δύο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι σωστή. Κι αυτό γιατί οι διαφορές στις προβλέψεις σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εστιάζονται κυρίως στονρυθμό αύξησης των επενδύσεων.
Οι επενδύσεις είναι ασφαλώς σημαντικές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα και την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα.
Όμως, οι επενδύσεις δεν γεμίζουν τα κρατικά ταμεία στην αρχή ή καλύτερα τα γεμίζουν πολύ λιγότερο από τις καταναλωτικές δαπάνες και τις εξαγωγές υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις δεν κάνουν τη διαφορά στον κρατικό κορβανά γενικά και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ειδικότερα.
Επομένως, ο δημοσιονομικός στόχος δεν απειλείται, αν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από 2,8% το 2020, στο μέτρο που βρεθεί μεταξύ 2,5% και 2,2%. Υπό αυτή την έννοια, τέτοιες διαφορές εκτιμήσεων στον ρυθμό ανάπτυξης δεν κάνουν τη διαφορά.