Μερικά πράγματα δεν τα βλέπουν όλοι με το ίδιο μάτι. Για τους περισσότερους από εμάς στην Ελλάδα, η μείωση του στόχου 3,5% του ΑΕΠ για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι δικαιολογημένη καθώς είναι πολύ υψηλός και πληγώνει την ανάπτυξη. Επιπλέον, μπορεί πλέον να τεκμηριωθεί τεχνικά λόγω της κατακόρυφης πτώσης του κόστους δανεισμού της Ελλάδας στις αγορές ότι η μείωση του δημοσιονομικού στόχου για το 2021 και το 2022 δεν επιβαρύνει τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους.
Όμως, υπάρχουν κι άλλες απόψεις. Μία άποψη θεωρεί τη μείωση του στόχου ως απόδειξη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν αλλάζει. Κι αυτό γιατί τα πλεονάσματα κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του χρέους, που η τωρινή και προηγούμενες γενιές συσσώρευσαν εις βάρος των μελλοντικών. Μειώνοντας λοιπόν τα πρωτογενή πλεονάσματα, μεταφέρεται μεγαλύτερο βάρος στις μελλοντικές γενιές, σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική.
Μια άλλη άποψη που εκφράζουν κυρίως Γερμανοί αξιωματούχοι σε Έλληνες συνομιλητές τους επικεντρώνεται στην τήρηση των συμφωνηθέντων από την Αθήνα. Φάγατε τον γάιδαρο και έχει απομείνει η ουρά (2021 και 2022), είναι η επωδός. Οι ίδιοι δεν έχουν διάθεση να πάνε πίσω στο κοινοβούλιό τους και να ζητήσουν την έγκριση της αρμόδιας επιτροπής για μείωση του ελληνικού πλεονάσματος μετά τις δυσκολίες που είχαν το 2015, όπως λένε.
Φυσικά, όλες οι απόψεις έχουν κάποια βάση. Όμως, η τελική απόφαση για το θέμα του πλεονάσματος θα είναι προφανώς πολιτική.
Κατά τη χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη με τον Γάλλο πρόεδρο κ. Μακρόν στο Παρίσι, ένα από τα θέματα που έθεσε η Αθήνα ήταν κι αυτό, σύμφωνα με το ρεπορτάζ. Η Γαλλία και η Κριστίν Λαγκάρντ της ΕΚΤ θεωρούνται σύμμαχοι της Ελλάδας σ’ αυτό το θέμα αλλά η ιστορία διδάσκει ότι τον τελευταίο λόγο σε τέτοια θέματα έχει το Βερολίνο. Ως εκ τούτου, η στάση της κ. Μέρκελ θα είναι καθοριστική αλλά ενδεχομένως να ζητούσε ατύπως κάποιο αντάλλαγμα, π.χ. στο μεταναστευτικό, ώστε να πείσει τους δικούς της να εγκρίνουν το ελληνικό αίτημα. Καλώς ή κακώς, έτσι δουλεύει η ΕΕ και όχι μόνο.
Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση έχει σημαντικά εμπόδια να υπερπηδήσει για να πετύχει τον στόχο της. Είναι λοιπόν πιο ρεαλιστικό να σιγουρέψει δύο άλλα πράγματα.
Πρώτον, τη διοχέτευση των επιστροφών από τα κέρδη των ομολόγων (ANFAs, SMPs) σε συγκεκριμένες επενδύσεις και ίσως σε μείωση φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, για να τονωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.
Δεύτερον, τη μεταφορά μόνο του υπερπλεονάσματος στην επόμενη χρονιά ή χρονιές με ταυτόχρονη διατήρηση του στόχου στο 3,5% του ΑΕΠ το 2021 και το 2022.
Είναι κάτι που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τους δανειστές, σε αντίθεση με τον μηχανισμό μεταφοράς των υπερπλεονασμάτων στις επόμενες χρονιές που ευαγγελίζεται η Αθήνα, κατά την ταπεινή άποψη της στήλης.
Αν αντιλαμβανόμαστε σωστά, ο μηχανισμός μεταφοράς που επιδιώκει η Αθήνα δεν προβλέπει «διόρθωση» ενδεχόμενης υποαπόδοσης έναντι του δημοσιονομικού στόχου και επομένως δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τους δανειστές σ’ αυτή τη μορφή.
Αναμφίβολα, η προσπάθεια για μείωση των πλεονασμάτων το 2021 και το 2022 από την κυβέρνηση με επαφές κορυφής όπως στο Παρίσι θα πρέπει να συνεχισθεί. Όμως, η Αθήνα δεν θα πρέπει να έχει αυταπάτες, αν δεν θέλει να διαψευσθούν οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί. Κι αυτό γιατί όπως η ίδια λαμβάνει υπόψη το πολιτικό κόστος των αποφάσεών της, έτσι κάνουν κι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, π.χ. στο Βερολίνο κι αλλού.
Γι’ αυτό είναι ρεαλιστικό στα δημοσιονομικά να σιγουρέψει τη χρήση των κερδών από τα ομόλογα για επενδύσεις κι άλλα φιλοαναπτυξιακά μέτρα και να βελτιώσει την απόδοση της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μεταφοράς των υπερπλεονασμάτων στις επόμενες χρονιές.