Η παράταση των φοροαπαλλαγών που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ το 2017 και πρόκειται να λήξουν στο τέλος του τρέχοντος έτους αποτελεί το πιο σημαντικό οικονομικό ζήτημα, δήλωσε ο Σκοτ Μπέσεντ κατά την ακρόαση του στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Γερουσίας για την έγκριση της υποψηφιότητας του για την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών.
«Αν δεν ανανεώσουμε και παρατείνουμε θα έρθουμε αντιμέτωποι με μεγάλη οικονομική συμφορά. Θα δούμε μια γιγαντιαία αύξηση στη φορολόγηση της μεσαίας τάξης» προειδοποίησε.
Όπως μεταδίδει το Reuters, ο Μπέσεντ υποστήριξε ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει πρόβλημα εσόδων αλλά δαπανών. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει σημαντικό πρόβλημα δαπανών, πρόσθεσε.
«Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει σημαντικό πρόβλημα δαπανών, με ελλείμματα που ανήλθαν κατά μέσο όρο στο ιστορικό υψηλό του 7% του ΑΕΠ κατά τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια. Πρέπει να εργαστούμε για να βάλουμε σε τάξη τα δημόσια οικονομικά και να προσαρμόσουμε τις μη αναγκαίες ομοσπονδιακές δαπάνες που έχουν αυξηθεί κατά 40% τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια. Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε παραγωγικές επενδύσεις που μεγεθύνουν την οικονομία έναντι των περιττών δαπανών που οδηγούν υψηλότερα τον πληθωρισμό» τόνισε.
Ο Μπέσεντ εκτίμησε ότι το υπουργείο Οικονομικών θα δυσκολευόταν να χρησιμοποιήσει την ικανότητα δανεισμού σε περίοδο κρίσης λόγω της αποδυναμωμένης δημοσιονομικής θέσης των ΗΠΑ. «Ανησυχώ διότι αρκετές φορές το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κλήθηκε να σώσει τη χώρα, είτε ήταν στον Εμφύλιο Πόλεμο, στην κρίση του 1929, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή στην πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού. Στο σημείο που είμαστε σήμερα θα δυσκολευόμασταν να κάνουμε το ίδιο» ανέφερε.
Ο ίδιος διαμήνυσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα αναζωογονήσει την αμερικανική οικονομία μέσω φιλοαναπτυξιακών ρυθμιστικών πολιτικών και μειώσεων φόρων.
Ερωτώμενος για τα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές, ο Μπέσεντ απάντησε ότι ούτε οι εργαζόμενοι ούτε οι μικρές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν υψηλότερο κόστος από τα μέτρα αυτά. Όπως επισήμανε, αν οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς 10% τότε το δολάριο θα ανέβαινε κατά 4% και άρα «το 10% δεν θα περνούσε» στους καταναλωτές.
Όσον αφορά την πολιτική απέναντι στην Κίνα, ο Μπέσεντ άφησε να εννοηθεί ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει περιορισμούς στις εξαγωγές αμερικανικών αγαθών στην Κίνα. «Πρέπει να έχουμε μια πολύ αυστηρή πολιτική ελέγχου για οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην τεχνητή νοημοσύνη, στην ανάπτυξη κβαντικών υπολογιστών και την παρακολούθηση, στα τσιπ» σημείωσε.
Πρόσθεσε επίσης ότι η κινεζική οικονομία είναι η οικονομία με τις μεγαλύτερες ανισορροπίες στην ιστορία του κόσμου και κατηγόρησε το Πεκίνο ότι χρησιμοποιεί το εμπορικό της πλεόνασμα για να χρηματοδοτήσει τον στρατό της.
Ο Μπέσεντ τάχθηκε επίσης και υπέρ της επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων στους ρωσικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς. «Στο πλαίσιο της στρατηγικής του Τραμπ για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, θα είμαι 100% υπέρ της αύξησης των κυρώσεων, ειδικά στους ρωσικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς, σε επίπεδα που θα έφεραν τη ρωσική ομοσπονδία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, ο Μπέσεντ υπογράμμισε ότι η Fed πρέπει να είναι ανεξάρτητη στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Ο ίδιος υποστήριξε επίσης ότι δεν βλέπει «κάποιον λόγο για να έχουν οι ΗΠΑ μια κεντρική τράπεζα με ψηφιακό νόμισμα». Όπως ανέφερε, «η έκδοση ψηφιακού νομίσματος από την κεντρική τράπεζα είναι για χώρες που δεν έχουν άλλες επενδυτικές εναλλακτικές».