Τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να συνεχίσουν να αποταμιεύουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για να ανακτήσουν τον πλούτο που έχασαν λόγω του υψηλού πληθωρισμού, υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η χαμηλή κατανάλωση θα συνεχίσει να επιβαρύνει την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα.
Οι ευρωπαϊκές οικογένειες κάθονται πάνω σε έναν ολοένα αυξανόμενο σωρό αποταμιεύσεων, διαψεύδοντας τις ελπίδες ότι η καταναλωτική γενναιοδωρία θα δώσει ώθηση στη στάσιμη οικονομία της περιοχής.
«Το ποσοστό αποταμίευσης αναμένεται να παραμείνει υψηλό βραχυπρόθεσμα, αν και κάπως χαμηλότερο από την πιο πρόσφατη κορύφωσή του, αντανακλώντας εν μέρει τη συγκράτηση των επιτοκίων», ανέφερε η ΕΚΤ σε άρθρο του Οικονομικού Δελτίου.
Οπως μεταδίδει το Reuters, τα νοικοκυριά της ευρωζώνης αποταμίευαν το 15,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους το δεύτερο τρίμηνο του περασμένου έτους, την πιο πρόσφατη περίοδο για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, πολύ πάνω από τα επίπεδα περίπου 12% έως 13% που αποταμίευαν πριν από την πανδημία.
Αυτό επιβαρύνει την κατανάλωση και διατηρεί τη συνολική οικονομική ανάπτυξη λίγο πάνω από το μηδέν για λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει επανειλημμένα προβλέψει ανάκαμψη με γνώμονα την κατανάλωση.
Ο κύριος υπαίτιος είναι η εκτίναξη του πληθωρισμού το 2021/2022, η οποία διέβρωσε τον πραγματικό πλούτο των νοικοκυριών, ανέφερε η τράπεζα.
«Με την έξαρση του πληθωρισμού, ο πραγματικός καθαρός πλούτος των νοικοκυριών μειώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, αυξάνοντας τα κίνητρα για την αναδημιουργία του πλούτου τους», ανέφερε η ΕΚΤ.
Η ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων και τα υψηλά πραγματικά επιτόκια έχουν επίσης ενισχύσει τις αποταμιεύσεις.
Ωστόσο, η ΕΚΤ διατήρησε την άποψή της ότι οι δαπάνες των νοικοκυριών θα ανακάμψουν τελικά.
«Η πιθανή υποχώρηση του ποσοστού αποταμίευσης μαζί με τη συνεχιζόμενη ισχυρή αύξηση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία αναμένεται να βοηθήσουν τη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης», ανέφερε η ΕΚΤ.