Στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2023 εκτινάχθηκε ο δείκτης των τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ τον Νοέμβριο, εξαιτίας όπως αναφέρει το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters της ευρείας ανόδου των τιμών των φυτικών ελαίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα Παρασκευή ο δείκτης τιμών ο οποίος παρακολουθεί τα πλέον εμπορεύσιμα είδη διατροφής παγκοσμίως, ανέβηκε στις 127,5 μονάδες τον περασμένο μήνα από το αναθεωρημένο επίπεδο των 126,9 μονάδων τον Οκτώβριο, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 19 μηνών και κινήθηκε κατά 5,7% υψηλότερα σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα ένα χρόνο νωρίτερα.
Ο δείκτης των φυτικών ελαίων ενισχύθηκε κατά 7,5% σε σχέση με τον Οκτώβριο και πραγματοποίησε άλμα της τάξεως του 32% σε ετήσια βάση, με τις ανησυχίες για χαμηλότερη από το αναμενόμενο παραγωγή φοινικέλαιου λόγω των υπερβολικών βροχοπτώσεων στη Νοτιοανατολική Ασία, να ευθύνονται για την εκτίναξη αυτή του δείκτη.
Οι τιμές του σογιέλαιου αυξήθηκαν εξαιτίας της ισχυρότερης ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τιμές του κραμβέλαιου και του ηλιέλαιου σημείωσαν άνοδο επίσης, ενώ οι δείκτες τιμών των υπόλοιπων τροφίμων κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι τιμές των δημητριακών υποχώρησαν κατά 2,7% σε σχέση με τον Οκτώβριο χάρη στις ασθενέστερες τιμές του σιταριού και του ρυζιού, ενώ η ζάχαρη σημείωσε πτώση 2,4% σε σχέση με τον Οκτώβριο, καθώς η Ινδία και η Ταϊλάνδη ξεκίνησαν τη σύνθλιψη και οι ανησυχίες για τις προοπτικές της σοδειάς της Βραζιλίας υποχώρησαν.
Οι προβλέψεις για την παγκόσμια παραγωγή
Σε ξεχωριστή έκθεση, ο FAO αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του για την παγκόσμια παραγωγή δημητριακών το 2024 από 2,848 δισ. μετρικούς τόνους σε 2,841 δισ. τόνους, μια μείωση 0,6% σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο εξακολουθεί να είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγή που έχει καταγραφεί ποτέ.
Εν τω μεταξύ, η παγκόσμια παραγωγή των δημητριακών θα ενισχυθεί κατά 0,6% στους 2,859 δισ. τόνους την περίοδο 2024/25 εξαιτίας της αυξανόμενης κατανάλωσης.
Ως αποτέλεσμα, ο FAO αναμένει ότι ο λόγος των αποθεμάτων σιτηρών προς χρήση θα μειωθεί στο 30,1% στο τέλος του 2025 από 30,8% προηγουμένως, ωστόσο εξακολουθεί να υποδηλώνει ένα «άνετο επίπεδο παγκόσμιας προσφοράς».