Για σημαντική μείωση στο ποσοστό των εφέδρων στρατιωτών που εμφανίστηκαν για υπηρεσία τις τελευταίες εβδομάδες σε σύγκριση με την έναρξη του πολέμου, γράφουν οι Times of Israel.
Στην αρχή του πολέμου, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) ανέφεραν προσέλευση πάνω από το 100% των εφέδρων, σχεδόν 300.000 συνολικά, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη κλήση εφέδρων στην ιστορία του Ισραήλ.
Σε ορισμένες μονάδες, το ποσοστό συμμετοχής έφτασε το 150%, με πολλούς εφέδρους να εμφανίζονται για υπηρεσία παρά το γεγονός ότι δεν έλαβαν επίσημες εντολές.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το ποσοστό συμμετοχής στις μονάδες εφέδρων που πολεμούν αυτή τη στιγμή στον Λίβανο και στη Λωρίδα της Γάζας κυμάνθηκε μεταξύ 75% και 85%, σύμφωνα με πηγές της άμυνας.
Η πτώση έχει αποδοθεί από ανώτερους αξιωματικούς στην εξουθένωση μεταξύ των εφέδρων μετά από μάχες για πάνω από ένα χρόνο πολέμου, μαζί με την απουσία από τις οικογένειές τους για μεγάλες περιόδους, την απώλεια θέσεων εργασίας ή στο σταμάτημα στις σπουδές. Έχει επίσης αποδοθεί στη δυσαρέσκεια για την αποτυχία της χώρας να καλέσει στα όπλα μέλη της υπερορθόδοξης κοινότητας.
Ο IDF επιδιώκει να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών επιμηκύνοντας τον υποχρεωτικό χρόνο στρατιωτικής θητείας για να απαλλάξει τους εφέδρους από τις παρατεταμένες υπηρεσίες, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν ήδη υπηρετήσει για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου και αναμένεται να κληθούν για υπηρεσία περισσότερες από 100 ημέρες και του χρόνου.
Η διαμάχη σχετικά με την υπερορθόδοξη κοινότητα που δεν υπηρετεί στον στρατό είναι μια από τις πιο έντονες στο Ισραήλ, με δεκαετίες κυβερνητικών και δικαστικών προσπαθειών να διευθετηθεί το ζήτημα. Η θρησκευτική και πολιτική ηγεσία Haredi αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια να στρατολογήσει τους νέους της κοινότητάς της. Πολλοί υπερορθόδοξοι Εβραίοι λένε ότι η στρατιωτική θητεία είναι ασυμβίβαστη με τον τρόπο ζωής τους και φοβούνται ότι όσοι καταταγούν θα εκκοσμικευθούν.
Οι Ισραηλινοί που υπηρετούν, ωστόσο, λένε ότι η επί δεκαετίες αυτή εξαίρεση τους επιβαρύνει άδικα, ένα συναίσθημα που έχει ενταθεί μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και τον πόλεμο που ακολούθησε, στον οποίο σκοτώθηκαν περισσότεροι από 780 στρατιώτες και περίπου 300.000 πολίτες κλήθηκαν στα όπλα.