Την κατάσταση της βρετανικής οικονομίας και των αγορών ενόψει των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε για τις 4 Ιουλίου ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, και στις οποίες σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις οι κυβερνώντες Συντηρητικοί θα χάσουν, σκιαγραφεί ανάλυση της Schroders, παγκόσμιας επενδυτικής εταιρείας με περιουσιακά στοιχεία 956,9 δισ. δολ. υπό διαχείριση.
Ένα από τα τρία βασικά ερωτήματα, αναφέρει η έκθεση της βρετανικής πολυεθνικής, αφορά τη χρονική στιγμή των εκλογών. Ίσως δεν είναι τόσο περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς την πιθανή επιβράδυνση της ανάπτυξης (μετά από ένα εκπληκτικά ισχυρό πρώτο τρίμηνο) σε συνδυασμό με έναν πληθωρισμό που εμμένει περισσότερο από το αναμενόμενο.
Ο επίμονος πληθωρισμός πιθανόν να απομακρύνει τις μειώσεις επιτοκίων και μαζί τους την προοπτική χαμηλότερου κόστους των ενυπόθηκων δανείων στο άμεσο μέλλον.
Η απόφαση να προκηρυχθούν εκλογές το καλοκαίρι αποτελεί έκπληξη, καθώς πολλοί ανέμεναν κάλπες το φθινόπωρο. Οι εκλογές σε περιόδους διακοπών (τα σχολεία στη Σκοτία θα έχουν αρχίσει τις καλοκαιρινές διακοπές) εγκυμονούν τον κίνδυνο χαμηλής συμμετοχής.
Και η χρονική στιγμή δεν ταιριάζει με το μήνυμα των Συντηρητικών ότι η οικονομία ενισχύεται, ενώ ο πληθωρισμός έχει «επιστρέψει στο φυσιολογικό».
Στην ομιλία του έξω από την Ντάουνιγκ Στριτ, ο Σούνακ υποστήριξε ότι η «οικονομία αναπτύσσεται τώρα ταχύτερα απ' ό,τι όλοι προέβλεπαν», αναφερόμενος στην εκπληκτικά ισχυρή εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο, η οποία σηματοδότησε το τέλος της βρετανικής ύφεσης.
Μεγάλο μέρος της έκπληξης, ωστόσο, οφείλεται σε παράγοντες που φαίνονται προσωρινοί, γεγονός που πιθανόν σημαίνει επιβράδυνση τα επόμενα τρίμηνα. Ανέφερε επίσης ότι «ο πληθωρισμός έχει επιστρέψει στο φυσιολογικό», αφού τα τελευταία στοιχεία για τον Απρίλιο έδειξαν ότι ο πληθωρισμός CPI είχε μειωθεί από 3,2% σε 2,3% σε ετήσια βάση.
Αν και η πτώση του πληθωρισμού ήταν μεγάλη, οφείλεται κυρίως στη μείωση των λογαριασμών οικιακής ενέργειας. Ο πληθωρισμός CPI Απριλίου ήταν στην πραγματικότητα απογοητευτικός, επισημαίνει η Schroders, καθώς οι επικρατούσες εκτιμήσεις προέβλεπαν πτώση στο 2,1%. Ως αποτέλεσμα, οι προσδοκίες για την πρώτη μείωση των επιτοκίων της Τράπεζας της Αγγλίας (BoE) μεταφέρθηκαν από τον Ιούνιο στον Σεπτέμβριο, γεγονός που θα ωθήσει ουσιαστικά σε αύξηση του κόστους των στεγαστικών δανείων για όσους λάβουν χρηματοδότηση στο εγγύς μέλλον.
Επιπλέον, το μοντέλο πληθωρισμού υποδηλώνει ότι ο πληθωρισμός είναι πιθανό να αυξηθεί από τον Ιούλιο και μετά, που σημαίνει απομάκρυνση από τον στόχο της BoE για 2%. Αυτό θα μπορούσε να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι ο πληθωρισμός έχει επιστρέψει στο φυσιολογικό επίπεδο.
Μια άλλη σκέψη είναι η πρόσφατη πίεση προς την κυβέρνηση να αποθαρρύνει τις παράνομες διελεύσεις μικρών σκαφών παράνομων μεταναστών. Το καλοκαίρι αναμένεται αύξηση των διελεύσεων, καθώς ο θερμότερος καιρός βελτιώνει τις συνθήκες διέλευσης.
Η αποτυχία σ' αυτόν τον τομέα θα μπορούσε να στοιχίσει ψήφους στο κεντροδεξιό Συντηρητικό Κόμμα, ενισχύοντας το πιο δεξιό Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, παλαιότερα γνωστό ως Κόμμα του Brexit.
«Εργατική» επίθεση φιλίας στις επιχειρήσεις
Το δεύτερο ερώτημα είναι ποιος είναι πιθανό να κερδίσει τις εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις πρέπει πάντα να λαμβάνονται με επιφύλαξη, κι ενώ η προεκλογική εκστρατεία μόλις έχει αρχίσει, το Εργατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης έχει τεράστιο προβάδισμα 21 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των Συντηρητικών. Το προβάδισμα αυτό ήταν αρκετά σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Σούνακ, μετά την εσωτερική αντικατάσταση της προηγούμενης πρωθυπουργού Λιζ Τρας.
Οι αγορές στοιχημάτων (Betfair) δίνουν 95% πιθανότητες ώστε ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Κιρ Στάρμερ να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός και 82,3% πιθανότητες το κόμμα του να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Οι αγορές στοιχημάτων δίνουν 3% πιθανότητα ώστε το Συντηρητικό Κόμμα να διατηρήσει την πλειοψηφία. Φυσικά αυτό οδηγεί στο τρίτο ερώτημα, δηλαδή τι μπορεί να σημαίνει μια κυβέρνηση Εργατικών για το Ηνωμένο Βασίλειο; Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πολλές συγκεκριμένες πληροφορίες.
Έχοντας επιβλητικό προβάδισμα για αρκετό καιρό στις δημοσκοπήσεις, εκτιμά η επενδυτική εταιρεία, οι Εργατικοί δεν έχουν δεχτεί μεγάλη πίεση για να ανακοινώσουν τις πολιτικές προτάσεις τους.
Σε συνδυασμό με τις σημαντικές αλλαγές στο έμψυχο δυναμικό και τις πολιτικές από το τέλος της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας τους, το 2010, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την επιδιωκόμενη πολιτική προσέγγιση και τον βαθμό σοσιαλιστικής πολιτικής που μπορεί να ακολουθήσει.
Η ομιλία της σκιώδους υπουργού Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς στις 19 Μαρτίου προσέφερε κάποιες πληροφορίες για τα μηνύματα πολιτικής που θα ακολουθήσουν. «Οικοδόμηση ανάπτυξης σε ισχυρά και ασφαλή θεμέλια, με ενεργή κυβέρνηση που θα καθοδηγείται από τρεις προτεραιότητες. Πρώτον, την εγγύηση της σταθερότητας, δεύτερον, την τόνωση των επενδύσεων μέσω της συνεργασίας με τις επιχειρήσεις και, τρίτον, τη μεταρρύθμιση για την απελευθέρωση της συμβολής των εργαζομένων και του ανεκμετάλλευτου δυναμικού σε όλη την οικονομία μας».
Η πρώτη επιτακτική ανάγκη αναφέρεται στη μακρά θητεία των Τόρις στο τιμόνι της χώρας, απορρέοντας ιδίως από την εποχή Τρας, αλλά και για το Brexit. Η Ριβς δήλωσε την πρόθεση να νομοθετήσει την υποχρεωτική παροχή προβλέψεων από το ανεξάρτητο Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης (OBR).
Αυτό θα ισχύει κάθε φορά που οποιαδήποτε κυβέρνηση ανακοινώνει σημαντικές και μόνιμες αλλαγές στους φόρους και στις δαπάνες. Η Tρας ήταν η πρώτη πρωθυπουργός που δεν ζήτησε από το OBR να παράσχει δημοσιονομική αξιολόγηση στη σύντομη θητεία της.
Η δεύτερη επιτακτική ανάγκη φαίνεται να αποτελεί ένδειξη καλής θέλησης προς τις επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν λόγους να φοβούνται την προηγούμενη ηγεσία του Εργατικού Κόμματος. Η επισήμανση ότι μια κυβέρνηση Εργατικών μπορεί να συνεργαστεί επιτυχώς με τις επιχειρήσεις δεν είναι μόνο σημαντική για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά και για την εδραίωση της φήμης της στα μάτια των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Τέλος, η επικέντρωση στη μεταρρύθμιση για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και ευημερίας είναι ένας προφανής τομέας εστίασης, αν και οι πολιτικές πρωτοβουλίες σ' αυτό το στάδιο είναι πολύ λίγες.
Η Ριβς, επίσης, αναφέρθηκε στα «securonomics», σηματοδοτώντας μια πιο μελετημένη προσέγγιση στο διεθνές εμπόριο και στην παγκοσμιοποίηση. Αυτό φαίνεται να τείνει περισσότερο προς το τρέχον «Washington Consensus», το οποίο θα μπορούσε τελικά να σημαίνει προστατευτικές πολιτικές έναντι της Κίνας.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, υπάρχει σαφής επιθυμία να βελτιωθούν οι δημόσιες υπηρεσίες, γεγονός που αναμφίβολα θα σημάνει αυξημένες δημόσιες επενδύσεις. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να επικεντρωθούν μόνο στις καθημερινές δαπάνες.
Πιθανώς ο στόχος είναι η εξισορρόπηση του τρέχοντος προϋπολογισμού με τη χρήση φορολογικών εσόδων, αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπεται ο δανεισμός για την πληρωμή των αυξημένων δημόσιων επενδύσεων. Αυτό έχει σκοπό τη μείωση του συνολικού χρέους μεσοπρόθεσμα.
Ενώ οι Εργατικοί αποφεύγουν τη συζήτηση για αυξήσεις φόρων, η προεκλογική εκστρατεία θα αναγκάσει αναπόφευκτα το κόμμα να προσφέρει περισσότερες λεπτομέρειες. Πιθανόν να χρειαστεί αύξηση φόρων, κάτι που είναι δύσκολο δεδομένης της «δημοσιονομικής αντίστασης» που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα των παγωμένων ορίων φορολογίας εισοδήματος τα τελευταία επτά χρόνια.
Καθώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι πληρώνουν υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές, η φορολογική επιβάρυνση στη χώρα αναμένεται να αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948.
Οι κινήσεις των επενδυτών
Η εξεύρεση λύσεων για τις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές προκλήσεις της βρετανικής οικονομίας θα είναι το κλειδί για την επιτυχή αύξηση της ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν τη γήρανση του πληθυσμού, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ένα πιο εχθρικό εξωτερικό εμπορικό περιβάλλον και τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας
Αυτά θα ισοδυναμούν με βελτιωμένες αποδόσεις για τους επενδυτές, οι οποίοι έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τις δημόσιες αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου για κάποιο χρονικό διάστημα, αναφέρει ο οίκος.
Η επένδυση σε μετοχές ενέχει πάντα κινδύνους και η προσπάθεια να χρονομετρήσουμε τις μεταβολές στις αγορές είναι δύσκολη υπόθεση. Έτσι, υπάρχει αρνητική προδιάθεση απέναντι στις μετοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, τονίζει η Schroders και αναρωτιέται αν μια αλλαγή κυβέρνησης θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
Οι επενδυτές που πάνε κόντρα στο ρεύμα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι τα πράγματα μπορούν μόνο να γίνουν καλύτερα. Ο θρυλικός επενδυτής Ουόρεν Μπάφετ παρατήρησε κάποτε ότι είναι σοφό για τους επενδυτές «να είναι φοβισμένοι όταν οι άλλοι είναι άπληστοι και άπληστοι όταν οι άλλοι είναι φοβισμένοι».
Μήπως τώρα είναι η ώρα να γίνει κανείς άπληστος με τις βρετανικές μετοχές;
Όπως αναφέρει η έκθεση της Schroders, μια νέα κυβέρνηση μπορεί να έχει κάποια επιρροή στο πότε θα βελτιωθούν κάποιες από τις συνθήκες για τις μετοχές. Παράδειγμα τα πολύ χαμηλά επίπεδα κατανομής των συνταξιοδοτικών ταμείων σε εγχώριες μετοχές, τα οποία ξεχωρίζουν σε σχέση με άλλες χώρες.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τον ακριβή χρόνο, αλλά πιθανώς δεν αναμένεται τα εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία να μειώσουν έτι περαιτέρω την έκθεσή τους σε μετοχές.