Οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να χρηματοδοτήσουν μια τεράστια αύξηση του δημοσιονομικού τους ελλείμματος με βραχυπρόθεσμο χρέος, υποστηρίζουν αναλυτές, με συνέπειες για τις αγορές χρήματος και τη μάχη κατά του πληθωρισμού.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η ανεξάρτητη δημοσιονομική εποπτική αρχή, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι τα πακέτα βοήθειας για την Ουκρανία και το Ισραήλ θα συμβάλουν στην αύξηση του ελλείμματος των ΗΠΑ φέτος στα 1,9 τρισ. δολάρια - σε σύγκριση με την πρόβλεψή του τον Φεβρουάριο για 1,5 τρισ. δολάρια.
«Ξοδεύουμε χρήματα ως χώρα σαν μεθυσμένος ναύτης που βγήκε στην στεριά για το Σαββατοκύριακο», δήλωσε ο Ajay Rajadhyaksha, της Barclays στους Financial Τimes.
Η αύξηση του ελλείμματος έχει ανησυχήσει εδώ και καιρό τα δημοσιονομικά γεράκια, που προειδοποιούν ότι η έλλειψη πειθαρχίας των ΗΠΑ θα αυξήσει αναπόφευκτα το κόστος δανεισμού και ότι ούτε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ούτε ο Ρεπουμπλικανός Ντόναλντ Τραμπ έχουν ουσιαστικά σχέδια για να στηρίξουν τα οικονομικά της χώρας.
Η πιο πρόσφατη στροφή προς τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση μπορεί επίσης να διαταράξει τις αγορές χρήματος και να περιπλέξει την αντιπληθωριστική προσπάθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Κάποια από την αναμενόμενη αύξηση του ελλείμματος οφείλεται στη διαγραφή φοιτητικών δανείων, η οποία δεν αναμένεται να έχει άμεση επίδραση στις ταμειακές ροές. Ωστόσο, ο Τζέι Μπάρι της JPMorgan, υποστήριξε ότι το διευρυμένο έλλειμμα θα απαιτούσε από τις ΗΠΑ να εκδώσουν επιπλέον χρέος 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων τους τρεις μήνες πριν από τη λήξη του οικονομικού έτους τον Σεπτέμβριο.
Πρόσθεσε ότι αναμένει ότι τα περισσότερα από τα κεφάλαια θα αντληθούν μέσω εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, βραχυπρόθεσμων χρεογράφων των οποίων η διάρκεια κυμαίνεται από μία ημέρα έως ένα έτος.
Μια τέτοια κίνηση θα αύξανε το σύνολο των ανεξόφλητων γραμματίων του Δημοσίου —ανεξόφλητο βραχυπρόθεσμο χρέος των ΗΠΑ— από 5,7 τρισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2023 σε υψηλό όλων των εποχών στα 6,2 τρισ. δολάρια μέχρι το τέλος αυτού του έτους.
«Είναι πιθανό το μερίδιο των γραμματίων του Δημοσίου ως μερίδιο του συνολικού χρέους να αυξάνεται, γεγονός που δημιουργεί το ερώτημα ποιος θα τα αγοράσει», δήλωσε ο Τόρστεν Σλοκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Apollo. «Αυτό θα μπορούσε οπωσδήποτε να πιέσει τις αγορές χρηματοδότησης».
Το μέγεθος της αγοράς των κρατικών ομολόγων έχει πενταπλασιαστεί από την οικονομική κρίση, ως ένδειξη του πόσο στράφηκαν οι ΗΠΑ στη χρηματοδότηση χρέους τα τελευταία 15 χρόνια.
Καθώς το έλλειμμα έχει αυξηθεί, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να το χρηματοδοτήσει μέσω μακροπρόθεσμου χρέους χωρίς να προκαλεί δυσάρεστη αύξηση του κόστους δανεισμού. Αύξησε το μερίδιο του βραχυπρόθεσμου χρέους που εκδίδει — αλλά οι αναλυτές προειδοποίησαν ότι η στρατηγική αυτή κινδυνεύει να φτάσει στα όρια της.
Παράλληλα, οι δημοπρασίες μακροχρόνιου χρέους του Δημοσίου είναι σε μεγέθη ρεκόρ σε ορισμένες λήξεις και το ερώτημα σχετικά με το ποιος θα αγοράσει όλο το προσφερόμενο χρέος ταλανίζει οικονομολόγους και αναλυτές εδώ και μήνες.
Τα Money market funds - αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε βραχυπρόθεσμα χρέη - παραμένουν μεγάλοι επενδυτές στα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου. Ωστόσο, οι ανησυχίες για τη συνολική ζήτηση είναι μεγαλύτερες, επειδή η Fed, ο μεγαλύτερος κάτοχος χρέους του αμερικανικού Δημοσίου, αποσύρεται από την αγορά, αλλάζοντας ουσιαστικά την ισορροπία μεταξύ αγοραστών και πωλητών αμερικανικών ομολόγων.
Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι εάν οι ΗΠΑ πλημμυρίσουν την αγορά με έντοκα γραμμάτια, αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ποσοτική σύσφιξη, την προσπάθεια της Fed να συρρικνώσει τον ισολογισμό της, που είναι ένα από τα βασικά συστατικά της προσπάθειας της κεντρικής τράπεζας ενάντια στον πληθωρισμό.
«Ο κίνδυνος είναι ότι το QT θα πρέπει να τελειώσει νωρίτερα από το αναμενόμενο», δήλωσε ο Barry της JPMorgan.
Η Fed χρειάστηκε να εισέλθει στις αγορές κατά τη διάρκεια της λεγόμενης κρίσης repo του Σεπτεμβρίου 2019, όταν η έλλειψη αγοραστών έστειλε για λίγο επιτόκια δανεισμού μίας νύχτας πάνω από το 10%.
Ο Rajadhyaksha στην Barclays προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να βιώσουν ξανά «μια στιγμή του Σεπτεμβρίου 2019».