Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άσκησε ευθεία κριτική στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, κάτι που μάλλον δεν συνηθίζει, επισημαίνοντας ότι η πρόσφατη αξιοσημείωτη απόδοση της χώρας μεταξύ των προηγμένων οικονομιών οφείλεται εν μέρει στη μη βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική.
«Οι υψηλές πρόσφατες επιδόσεις των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σίγουρα εντυπωσιακές και αποτελούν βασικό μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης», ανέφερε το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεση για την Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική. «Αλλά αντανακλούν επίσης ισχυρούς παράγοντες ζήτησης, συμπεριλαμβανομένης μιας δημοσιονομικής στάσης που δεν ευθυγραμμίζεται με τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα», προσθέτει.
Οι υπερβολικές δαπάνες της Ουάσιγκτον, αναφέρει η έκθεση, διακινδυνεύουν να αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό και να υπονομεύσουν τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλο τον κόσμο, αυξάνοντας το παγκόσμιο κόστος χρηματοδότησης.
«Κάτι θα πρέπει να δώσει», προειδοποίησε το ΔΝΤ.
Οι δαπάνες των ΗΠΑ έλαβαν ώθηση τα τελευταία χρόνια από τα κίνητρα που απορρέουν από τις πολιτικές Covid, τις επιθετικές επενδύσεις σε υποδομές και καθαρή ενέργεια και το εκρηκτικό κόστος επιτοκίων. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να φτάσει τα 45,7 τρισ. δολάρια, ή 114% του ΑΕΠ έως το 2033, έναντι 97% στο τέλος του 2023, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν έχει μέχρι στιγμής προσπαθήσει να υποβαθμίσει τις αυξανόμενες ανησυχίες. Η βιωσιμότητα του χρέους, έχει πει επανειλημμένα, μετριέται καλύτερα από το κόστος εξυπηρέτησής του ως ποσοστό του ΑΕΠ, προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό. Οι πραγματικές καθαρές δαπάνες για τόκους θα παραμείνουν κάτω από το 2% του ΑΕΠ για την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Λευκού Οίκου.
Ωστόσο, γράφει το Bloomberg, η ίδια η Γέλεν παραδέχεται ότι αυτή η πρόβλεψη είναι ευάλωτη εφόσον τα επιτόκια παραμείνουν υψηλά.