Μια μελέτη εκτίμησης του δυνητικού αντικτύπου δέκα συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών (οι οποίες συνήφθησαν πρόσφατα ή βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση) επιβεβαιώνει ότι η εμπορική προσέγγιση της ΕΕ δημιουργεί νέες εμπορικές ευκαιρίες για τους εξαγωγείς αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ.
Η συμμετοχή σε προτιμησιακές εμπορικές σχέσεις διαφοροποιεί τις πηγές εισαγωγών, βελτιώνοντας έτσι την ανθεκτικότητα των αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων της ΕΕ.
Η ανάπτυξη νέων αγορών μέσω προτιμησιακών εμπορικών σχέσεων θα συμβάλει στην εδραίωση της θέσης της ΕΕ ως κορυφαίου εξαγωγέα αγροδιατροφικών προϊόντων παγκοσμίως: το 2022, το θετικό εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ όσον αφορά τα αγροδιατροφικά προϊόντα ανήλθε σε 58 δισ. ευρώ, αναφέρει ανακοίνωση της Κομισιόν.
Σύμφωνα με τη μελέτη, εκτιμάται ότι η αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ θα είναι μεταξύ 3,1 και 4,4 δισ. ευρώ υψηλότερη το 2032 απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς αυτές τις δέκα εμπορικές συμφωνίες, ενώ η αξία των εισαγωγών της ΕΕ θα είναι μεταξύ 3,1 και 4,1 δισ. ευρώ υψηλότερη. Έτσι, θα επιτευχθεί ισόρροπη αύξηση τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών, με αποτέλεσμα το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ να αυξηθεί ελαφρώς.
Αναγνωρίζεται ότι ορισμένοι ευαίσθητοι τομείς, ιδίως το βόειο κρέας, το πρόβειο κρέας, τα πουλερικά, το ρύζι και η ζάχαρη, αναμένεται να αντιμετωπίσουν αυξημένο ανταγωνισμό από τους δέκα εταίρους που εξετάζονται στο πλαίσιο της μελέτης.
Το συμπέρασμα αυτό επικυρώνει την τρέχουσα προσέγγιση της ΕΕ να προστατεύει συστηματικά ορισμένους ευαίσθητους τομείς μέσω προσεκτικά σταθμισμένων δασμολογικών ποσοστώσεων. Αυτό το σημαντικό εργαλείο που περιλαμβάνεται στις εμπορικές συμφωνίες μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό πιθανών διαταραχών της αγοράς, παρέχοντας έτσι προστασία στους γεωργούς και τους παραγωγούς αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ.