Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιβάλλουν έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο για τους υπερπλούσιους παρόμοιο με τον φόρο που συμφωνήθηκε για τις μεγάλες πολυεθνικές, σύμφωνα με έκθεση του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ.
Η φορολόγηση κατά 2% του πλούτου των 2.750 δισεκατομμυριούχων που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο θα οδηγούσε σε ετήσια έσοδα περίπου 250 δισ. δολάρια, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε από το ανεξάρτητο δίκτυο ακαδημαϊκών που εδρεύει στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού.
«Η καταφανής φορολογική ανισότητα υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας μας. Βαθαίνει την ανισότητα, αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς μας και διαβρώνει το κοινωνικό συμβόλαιο» τονίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς σε σχόλιο του που φιλοξενείται στην έκθεση. «Αυτό που ζητήσαμε από τις εταιρείες πρέπει τώρα να το ζητήσουμε από τους δισεκατομμυριούχους. Είναι καιρός να θεσπιστεί ένας παγκόσμιος ελάχιστος φόρος στους πολύ πλούσιους».
Το 2020, οι Αμερικανοί γερουσιαστές Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς συμμετείχαν στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών προωθώντας την ιδέα της επιβολής φόρου στον συσσωρευμένο πλούτο των πλουσιότερων Αμερικανών.
Στις ΗΠΑ, υπάρχει ακόμη και μια συλλογικότητα πλούσιων πολιτών γνωστών ως Patriotic Millionaires που σχηματίστηκε το 2010 με αίτημα το τέλος των φοροαπαλλαγών.
Το Φορολογικό Παρατηρητήριο της ΕΕ, το οποίο είχε πιέσει για την επιβολή ενός ελάχιστου φόρου για τις μεγαλύτερες πολυεθνικές, εκτιμά ότι μόλις το 0% έως 0,5% του πλούτου των δισεκατομμυριούχων φορολογείται. Με βάση τα στοιχεία του 2021, ο καθορισμός του κατώτατου ορίου στο 2% θα προσθέσει άλλα 214 δισεκατομμύρια δολάρια στα 44 δισεκατομμύρια δολάρια που πληρώνουν σήμερα στις κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι δισεκατομμυριούχοι τείνουν να πληρώνουν χαμηλούς φόρους, επειδή χρησιμοποιούν πολύπλοκα ειταιρικά σχήματα για να αποκρύπτουν έσοδα από μερίσματα.
Ο καθορισμός ενός ελάχιστου φόρου με βάση τον πλούτο θα ήταν το καλύτερο σημείο αναφοράς, επειδή οι ροές εισοδήματος δεν είναι τόσο καλά καθορισμένες όσο οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, τονίζει σύμφωνα με το Bloomberg το Φορολογικό Παρατηρητήριο της ΕΕ.