Ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom εκτιμά ότι η Ευρώπη, που ήταν η κύρια πηγή εσόδων της, έχει έλλειψη φυσικού αερίου και μπορεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις, περισσότερο από έναν χρόνο μετά την καταστροφή των αγωγών Nord Stream από μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες εκρήξεις, γράφει το Reuters.
Οι εξαγωγές φυσικού αερίου της Gazprom σχεδόν μειώθηκαν στο μισό πέρυσι, φτάνοντας τα σε 100,9 δισ. κυβικά μέτρα (bcm), λόγω των πολιτικών επιπτώσεων που έφερε η εισβολή στην Ουκρανία και μετά την ανατίναξη των υποθαλάσσιων αγωγών Nord Stream τον Σεπτέμβριο του 2022, που αποτελούσαν τη μεγαλύτερη οδό εξαγωγής ρωσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.
«Το γεγονός ότι το συστημικό έλλειμμα δεν έχει εξαφανιστεί υπογραμμίζεται όχι μόνο από το υψηλότερο επίπεδο τιμών το 2023, σε σύγκριση με τα χρόνια πριν από την Covid, αλλά και από την επιμονή ενός σταθερού ανοδικού κύκλου τιμών (contango) στην αγορά φυσικού αερίου», γράφουν σε εταιρικό έντυπο οι Σεργκέι Κομλόφ και Αλεξάντερ Σαπίν, ανώτερα διευθυντικά στελέχη της Gazprom.
Σε κατάσταση contango τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με μεγαλύτερη ημερομηνία διαπραγματεύονται με premium που ενθαρρύνει τους εμπόρους να διατηρήσουν το εμπόρευμα σε αποθήκευση για πιο κερδοφόρα μεταπώληση στο μέλλον.
«Αυτή η συμπεριφορά τιμών σημαίνει ότι, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το σύστημα ενεργειακής ασφάλειας στην Ευρώπη, που έχει κατασκευαστεί για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, είναι ασταθές και αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις», προσθέτουν τα στελέχη της Gazprom.
Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία έστελνε περίπου 155 bcm φυσικού αερίου στην Ευρώπη κάθε χρόνο, κυρίως μέσω αγωγών, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ.
Το 2022, οι εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ μειώθηκαν στα 60 bcm. Φέτος, η ΕΕ αναμένει ότι θα μειωθούν στα 20 bcm.
Για να αντισταθμίσει το έλλειμμα, η Ευρώπη στράφηκε σε άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Οι διευθυντές της Gazprom υποστηρίζουν ότι η διακοπή των δεσμών με τη Ρωσία αποδυναμώνει την ασφάλεια των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου, λόγω απότομης αύξησης του μεριδίου που αντιστοιχεί στο «λιγότερο αξιόπιστο» LNG σε σύγκριση με το αέριο μέσω αγωγών, το οποίο, σε αντίθεση με την υγροποιημένη μορφή, παρέχεται κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων.