Σημαντική είναι πλέον η φυγή βιομηχανιών από την Ευρώπη, καθώς τα προβλήματα μοιάζουν μεγαλύτερα από ποτέ. Και χωρίς θωράκιση, ειδικά για το ενεργειακό κόστος, οι διαμάχες και τα διακυβεύματα προκαλούν κλυδωνισμούς σε πολλά επίπεδα.
Χαρακτηριστική η διαμάχη που ξέσπασε πρόσφατα στο εσωτερικό της EDF με αφορμή την επιδότηση στην γαλλική βιομηχανία αλλά και η ανοικτή, πλέον σύγκρουση Γαλλίας – Γερμανίας που πρακτικά για το ποια θα έχει το πάνω χέρι στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Και όλα αυτά τη στιγμή που η Κίνα περιπλέκει το σκηνικό με τις δικές της κινήσεις στη σκακιέρα.
Στα δικά μας, αντίστοιχα εκτεθειμένη με τις ευρωπαϊκές είναι η ελληνική ενεργοβόρα βιομηχανία, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων διακυμάνσεων των διεθνών τιμών φυσικού αερίου και της χονδρεμπορικής του ρεύματος, καθώς οι επιδοτήσεις παραμένουν εστιασμένες στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις.
Με τα νέα δεδομένα να δείχνουν ότι οι τιμές μπορεί να εκτοξευθούν και πάλι, η επιδότηση στα 42 ευρώ μοιάζει πλέον αναγκαιότητα αν δεν θέλουμε η ελληνική βιομηχανία να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τον διεθνή ανταγωνισμό, μιας και Γαλλία και Γερμανία ήδη συντάσσουν τα σχέδια στήριξής τους.
Η σύγκρουση Γαλλίας-Γερμανίας
Πρόσφατα η Γαλλία εξέδωσε τελεσίγραφο που η Γερμανία απέρριψε σε μια ολοένα πιο πικρή αντιπαράθεση που αποκαλύπτει τη διαταραχή που προκλήθηκε από τον συνδυασμό της ενεργειακής κρίσης της περιοχής και της πράσινης μετάβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γράφει το Bloomberg.
Ενώ η διαμάχη περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο των πυρηνικών στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα του μπλοκ, το ζήτημα είναι εντέλει το πού βρίσκεται η βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης. Παρόλο που οι τιμές υποχώρησαν από τα υψηλά ρεκόρ που παρατηρήθηκαν πέρυσι, οι θέσεις έχουν σκληρύνει, καθώς η Γαλλία και η Γερμανία προσπαθούν να έχουν πλεονέκτημα σε μια περίοδο που η ΕΕ επιδιώκει να γίνει ουδέτερη ως προς τον άνθρακα.
«Οι κυβερνήσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στο Βερολίνο αναζητούν πώς να παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια με το χαμηλότερο κόστος», δήλωσε ο Christian Egenhofer, ανώτερος ερευνητής στο think-tank CEPS στις Βρυξέλλες. «Είναι σχεδόν θέμα πολιτικής επιβίωσης».
Συγκλονισμένοι από τις διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία πριν από πέντε χρόνια, οι τιμές της ενέργειας παραμένουν ένα εκρηκτικό θέμα για την κυβέρνηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Ο συνασπισμός του καγκελάριου Όλαφ Σολτς στη Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης έντονες πιέσεις σε ό,τι αφορά το κόστος ενέργειας.
Η διαμάχη για τις τιμές της ενέργειας είναι μόνο μια πτυχή των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η Γαλλία και η Γερμανία συγκρούστηκαν για στοιχεία της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ. Πρώτον, η Γερμανία απέτρεψε την υιοθέτηση κανόνων που απαγορεύουν ουσιαστικά τα νέα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035. Στη συνέχεια, η Γαλλία πίεσε για μια παρόμοια εξαίρεση σε ό,τι αφορά τα πυρηνικά, σε ένα νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τώρα, η Γαλλία επιδιώκει να κερδίσει προβάδισμα σε μια ανανέωση των κανόνων της ΕΕ για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να εξασφαλίσει παράταση ζωής για το γηρασμένο και υπερχρεωμένο δίκτυο αντιδραστήρων της. Το σχέδιό της θα επιτρέψει ουσιαστικά στην κυβέρνηση να εξασφαλίσει περισσότερη σταθερότητα για την κρατικά ελεγχόμενη Électricité de France και να αξιοποιήσει νέες πηγές χρηματοδότησης για να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των αντιδραστήρων της.
Το Βερολίνο μπλοκάρει την πρωτοβουλία καθώς η Γερμανία προσπαθεί να ξαναχτίσει το δικό της ενεργειακό σύστημα μετά την κατάρρευση των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου πέρυσι. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ανησυχεί ότι η Γαλλία θα είναι σε πλεονεκτική θέση, εάν ο προτεινόμενος κανονισμός του Παρισιού επιτρέψει στην EDF να πουλάει ενέργεια με μη οικονομικό κόστος.
Χωρίς αξιόπιστη πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή ενέργεια, η Γερμανία φοβάται ότι οι εταιρείες έντασης ενέργειας θα επενδύσουν αλλού και «θα χάσουμε αυτή τη βιομηχανική βάση», είπε ο Χάμπεκ. «Το θέμα μου δεν είναι ότι η Γαλλία έχει πυρηνικούς σταθμούς. Είναι ότι ο χειριστής των πυρηνικών σταθμών μπορεί να προσφέρει φθηνές τιμές κάτω από την αξία της αγοράς».
Υπάρχει πράγματι λόγος ανησυχίας. Με το ενεργειακό κόστος της Γερμανίας να παραμένει υψηλό και την ασφάλεια εφοδιασμού της να αμφισβητείται καθώς η χώρα εγκαταλείπει τον άνθρακα, η Γαλλία έχει προσελκύσει σχεδόν 50% περισσότερα ξένα έργα άμεσων επενδύσεων από τη Γερμανία τα τελευταία δύο χρόνια.
Η κόντρα για την EDF
Η γαλλική κυβέρνηση και ο διευθύνων σύμβουλος που επέλεξε για να διευθύνει τον κρατικό όμιλο πυρηνικής ενέργειας EDF συγκρούστηκαν για τη στρατηγική και τη χρηματοδότηση, καθώς η χώρα προετοιμάζεται για το μεγαλύτερο πρόγραμμα κατασκευής αντιδραστήρων των τελευταίων δεκαετιών.
Το κράτος, το οποίο επανεθνικοποίησε πρόσφατα την EDF, διαφωνεί με τον Luc Rémont σχετικά με ορισμένα από τα σχέδιά του να προσπαθήσει να καταστήσει τον όμιλο πιο κερδοφόρο μετά τον διορισμό του πριν από ένα χρόνο, έγραψαν οι Financial Times. «Είναι αρκετά τεταμένο», είπε ένα άτομο που γνωρίζει τις συνομιλίες.
Στο επίκεντρο η επικείμενη αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο ρυθμίζονται οι τιμές της πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία, καθώς η EDF επιδιώκει υψηλότερες τιμές για να δημιουργήσει το απαραίτητο κεφάλαιο, ενώ το κράτος θέλει να περιορίσει το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο.
«Για τον Rémont, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να είναι αρκετά υψηλές ώστε ο όμιλος να μπορεί να επενδύσει ενώ η κυβέρνηση επιδιώκει να έχει τιμές αποδεκτές από τους καταναλωτές», σύμφωνα με τις πηγές.
Στον πυρήνα της, η συζήτηση γύρω από την EDF είναι υπαρξιακή - εάν τα στελέχη της μπορούν και πρέπει να διευθύνουν τον όμιλο ως μια κανονική εταιρεία, παρόλο που είναι κρατική.
Η EDF έχει καθαρό χρέος κοντά στα 65 δισ. ευρώ. Τα οικονομικά του ομίλου έχουν βελτιωθεί και επέστρεψε στα κέρδη το πρώτο εξάμηνο του 2023, αλλά ο Rémont έχει μιλήσει για ετήσιες ανάγκες δαπανών 25 δισ. ευρώ, υψηλότερες από τα 16-17 δισ. που υπολογίζονταν πριν τις οποίες δεν θέλει να χρηματοδοτήσει με δάνεια.
Τον Ιούλιο, ο Rémont, πρώην δημόσιος υπάλληλος και στέλεχος στον βιομηχανικό όμιλο Schneider Electric, είπε σε μια κοινοβουλευτική ακρόαση ότι η EDF είναι «μια εταιρεία και πρέπει να μπορεί να λειτουργεί σαν μια εταιρεία».
«Αν αυτό δεν λειτουργήσει με τον Rémont, σημαίνει ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει με κανέναν», είπε ένας τραπεζίτης στο Παρίσι για τις εντάσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της EDF. «Υπήρχε πάντα αυτή η φαντασία ότι μια εταιρεία που ανήκει στο κράτος κατά κάποιο τρόπο δεν είναι το κράτος».
Οι συζητήσεις για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στοχεύουν στην αντικατάσταση ενός συστήματος γνωστό ως Arenh, το οποίο λήγει στα τέλη του 2025, βάσει του οποίου η EDF πουλά ένα κομμάτι της παραγωγής της σε τρίτους διανομείς και βιομηχανικούς ομίλους σε καθορισμένη τιμή 42 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Οι γαλλικές τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθούν να είναι άνω των 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Οποιοσδήποτε μηχανισμός αντικαταστήσει το Arenh θα πρέπει να λάβει το πράσινο φως από τις Βρυξέλλες, τη στιγμή που η ΕΕ προσπαθεί επίσης να συμφωνήσει σε ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτά έχουν βαλτώσει γιατί υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας σχετικά με την πυρηνική ενέργεια και το κατά πόσον ο τομέας μπορεί ή όχι να πληροί τις προϋποθέσεις για ορισμένες επιδοτήσεις.
Η EDF (στην οποία το κράτος προηγουμένως είχε το 84%) κατακλύζεται εδώ και χρόνια από κρατικές παρεμβάσεις τις οποίες τα στελέχη θεωρούσαν επιζήμιες για τον όμιλο.
Το θέμα κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης της Ευρώπης το 2022, όταν η EDF αναγκάστηκε να πληρώσει το λογαριασμό για τα ανώτατα όρια στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ των καταναλωτών, που οδήγησαν στις ζημίες ρεκόρ των 17,9 δισ. ευρώ εκείνο το έτος, αν και ο όμιλος αντιμετώπισε επίσης κριτική για τις δικές του αποτυχίες μετά από διακοπές λειτουργίας πυρηνικών αντιδραστήρων.
Ο διορισμός του Rémont είχε σκοπό να σηματοδοτήσει τη μετάβαση σε μια πιο συνεκτική δομή πλήρους κρατικής ιδιοκτησίας, έτσι ώστε η EDF να μπορέσει να φέρει εις πέρας τη μεγαλύτερη πρόκληση από όλες: την κατασκευή τουλάχιστον έξι νέων πυρηνικών αντιδραστήρων στη Γαλλία, ένα πρόγραμμα 52 δισ. ευρώ που στηρίζει τη στρατηγική της χώρας για χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Η εταιρεία βρίσκεται επίσης πίσω από μεγάλα πυρηνικά έργα αλλού, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας.
Ο Rémont είναι πλέον απίθανο βραχυπρόθεσμα να παρουσιάσει το πλήρες σχέδιο στρατηγικής που αναμενόταν να αποκαλύψει δημόσια μέχρι αυτό το καλοκαίρι, είπαν πηγές που γνωρίζουν το θέμα.
Αντίθετα, τσεκάρει αντιδράσεις με πολλές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας που βασίζεται περισσότερο στην αγορά για το πώς η EDF θα μπορούσε να αποκαταστήσει τα περιθώρια κέρδους της η οποία, όμως, έρχεται σε αντίθεση με το σχέδιο του κράτους να ρυθμίσει και να καθορίσει τις τιμές της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτό περιλαμβάνει διαγωνισμούς που ξεκίνησαν αυτόν τον μήνα για συμβάσεις ισχύος 10 και 15 ετών που απευθύνονται σε τρίτους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η TotalEnergies και η Engie, οι οποίοι πωλούν την παραγωγή της EDF, μια νέα μακροπρόθεσμη μορφή συμβολαίων που δεν υπήρχε προηγουμένως.
Γάλλος αξιωματούχος είπε ότι η κυβέρνηση δεν πείστηκε από τις προτάσεις του Rémont επειδή τις θεώρησε ανεφάρμοστες και μη ρεαλιστικές που μάλιστα μπορεί να μην εγκριθούν από τις Βρυξέλλες οι οποίες ερευνούν το εάν η EDF είναι σύμφωνη με τους κανόνες ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων.
«Γυμνάσια» από την Κίνα
Εν μέσω των παραπάνω κατέγραψαν βουτιά οι εξαγωγές προϊόντων γερμανίου και γαλλίου της Κίνας, αφού το Πεκίνο εφάρμοσε νέους ελέγχους εξαγωγών στα δύο μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μικροτσίπ.
Η Κίνα δεν εξήγαγε κανένα προϊόν με κατεργασμένο γερμάνιο τον περασμένο μήνα, σε σύγκριση με 8,63 μετρικούς τόνους τον Ιούλιο, όταν οι όγκοι είχαν υπερδιπλασιαστεί από τον Ιούνιο, καθώς οι διεθνείς αγοραστές έσπευσαν να καπαρώσουν τις προμήθειες πριν οριοθετηθούν.
Επίσης, τον Αύγουστο δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε εξαγωγές προϊόντων από επεξεργασμένο γάλλιο. Τον Ιούλιο οι εξαγωγές ήταν 5,15 τόνοι, ενώ τον ίδιο μήνα του 2022 ήταν 7,67 τόνοι.
Τον Ιούλιο, η Κίνα ανακοίνωσε περιορισμούς στις εξαγωγές οκτώ προϊόντων γαλλίου και έξι προϊόντων γερμανίου από την 1η Αυγούστου, σε ακόμη μια στρατηγική κίνηση στον κλιμακούμενο πόλεμο Πεκίνου-Ουάσιγκτον για την πρόσβαση σε υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μικροτσίπ υψηλής τεχνολογίας.