Η παγκόσμια δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών μειώθηκε κατά 36% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο, αλλά επενδυτικοί τραπεζίτες και νομικοί εκφράζουν αισιοδοξία ότι η ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αγοράς θα αποκαταστήσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των στελεχών σε νέα deals, γράφει το Reuters.
Η συνολική αξία των συγχωνεύσεων και εξαγορών μειώθηκε στα 732,82 δισεκατομμύρια δολάρια το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 1,14 τρισ. δολ. το δεύτερο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic στις 29 Ιουνίου. Τα υψηλά επιτόκια και το πρόσφατο παρ' ολίγον αδιέξοδο στο ανώτατο όριο χρέους των ΗΠΑ κράτησαν τους dealmakers στην άκρη.
«Η παγκόσμια αβεβαιότητα επηρεάζει τις συγχωνεύσεις και εξαγορές. Είναι πιο εύκολο να αφήσεις μια συμφωνία - κανείς δεν απολύεται γι' αυτό. Αλλά όλοι θα μιλήσουν για μια συμφωνία που δεν έπρεπε ποτέ να έχει γίνει», δήλωσε ο Michael Aiello, πρόεδρος του εταιρικού τμήματος της δικηγορικής εταιρείας Weil, Gotshal & Manges.
Ο τριμηνιαίος απολογισμός ήταν υψηλότερος από το πρώτο τρίμηνο του 2023, όταν ανακοινώθηκαν συμφωνίες 601,32 δισ. δολαρίων, δίνοντας αφορμές για αισιοδοξία σε όσους υποστηρίζουν ότι έχει ξεκινήσει η ανάκαμψη στην αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών.
«Πιάνουμε πάτο. Για να συνεχίσουν οι εταιρείες να ανταγωνίζονται σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να αναπτυχθούν. Θα δούμε αύξηση της στρατηγικής δραστηριότητας», δήλωσε ο Raymond McGuire, πρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας Lazard.
Οι όγκοι συγχωνεύσεων και εξαγορών στις ΗΠΑ μειώθηκαν 30%, στα 318,4 δισ. δολάρια, ενώ οι όγκοι σε Ευρώπη και Ασία-Ειρηνικό συρρικνώθηκαν 49% και 24% αντίστοιχα.
Σημαντικές συναλλαγές στη διάρκεια του τριμήνου περιλαμβάνουν την εξαγορά της ONEOK, που δραστηριοποιείται στο φυσικό αέριο, από τον διαχειριστή αγωγών Magellan Midstream, ύψους 19 δισ. δολαρίων, την εξαγορά της ανταγωνίστριας Viterra από τον trader σιτηρών Bunge, ύψους 17,3 δισ. δολ., και τη συμφωνία της Carrier Global για τον γερμανικό όμιλο κλιματικών λύσεων Viessmann, ύψους 13,2 δισ. δολαρίων.
Μέχρι στιγμής φέτος, οι όγκοι εξαγορών από private equity έχουν υποχωρήσει 59% σε ετήσια βάση, στα 196,66 δισ. δολάρια.