Αυξάνονται οι κλοπές στα καταστήματα λιανικού εμπορίου στις ΗΠΑ επιφέροντας σε ορισμένες περιπτώσεις κόστος εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς οι επιχειρήσεις προσπαθούν να πιάσουν τους παραβάτες επενδύοντας σε όλο και περισσότερα μέτρα ασφαλείας.
Η αμερικανική αλυσίδα Target έχει προειδοποιήσει τους επενδυτές ότι η τακτική του «σουφρώματος» (shrink) - όρος που περιλαμβάνει κλοπές από πελάτες, εργαζόμενους, αλλά και σχετικές οργανωμένες δράσεις - θα μειώσει τα κέρδη της φέτος κατά 500 εκατ. δολάρια περισσότερο σε σύγκριση με το 2022, μεταδίδουν οι Financial Times.
Καταστήματα DIY, όπως τα Home Depot, αλλά και εκπτωτικά κέντρα, όπως τα Dollar Tree, επίσης δηλώνουν ότι το εκτεταμένο «σούφρωμα» ευθύνεται για τη μείωση των μεικτών περιθωρίων κέρδους τους κατά αρκετές μονάδες βάσης το πρώτο τρίμηνο.
Τις ανησυχίες των εμπόρων για κλέφτες και κλεπτομανείς αύξησε η οικονομική και κοινωνική αναταραχή της πανδημίας, καθώς έκαναν φτερά σχεδόν 100 δισ. δολάρια στον κλάδο το 2021, σύμφωνα με την εθνική ομοσπονδία λιανικού εμπορίου των ΗΠΑ. Και το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από τότε, λένε στελέχη του κλάδου.
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Έρικ Άνταμς είπε ότι στην πόλη καταγράφηκε αύξηση 45% των καταγγελιών για κλοπές στο λιανικό εμπόριο πέρυσι, ανακοινώνοντας σχέδια για «να τερματιστεί η παραβατικότητα στα καταστήματά μας».
Πάνω από το 80% των λιανοπωλητών στις ΗΠΑ είχαν αύξηση ζημιών πέρυσι, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Jack L Hayes International. Οι ερωτηθέντες στην έρευνά της συνέλαβαν 46% περισσότερους κλέφτες, κλεπτομανείς και «ανέντιμους» υπαλλήλους, ανακτώντας το 70% των κλοπιμαίων. Αλλά για κάθε δολάριο που ανακτούσαν, ανέφεραν ότι έχαναν περισσότερα από οκτώ δολάρια εξαιτίας της κλοπής.
Τα περιστατικά, μάλιστα, γίνεται πιο βίαια και πιο κοστοβόρα φέτος, δήλωσε ο Read Hayes, εγκληματολόγος στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και διευθυντής του Loss Prevention Research Council (LPRC), προκαλώντας «τεράστια» αύξηση των δαπανών για την ασφάλεια εμπορευμάτων και εργαζομένων. Μια έρευνα του Insuranks.com διαπίστωσε ότι το 56% των εργαζομένων ένιωθαν ανασφαλείς.
Το LPRC συνεργάζεται με αλυσίδες λιανικού εμπορίου και εταιρείες τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των Nvidia, Lenovo και Intel, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο με τσιπάκια για την παρακολούθηση κλεμμένων αγαθών, ακόμη και με συστήματα επιτήρησης βάσει τεχνητής νοημοσύνης με στόχο τον εντοπισμό των «επαγγελματιών» παραβατών, των οχημάτων και των όπλων τους.
Ορισμένοι λιανοπωλητές παραδέχονται ότι οι προσπάθειές τους δεν είχαν τον αντίκτυπο που ήλπιζαν.
Ο Scott Settersten, οικονομικός διευθυντής της Ulta Beauty, είπε: «Πιστεύαμε ότι η τάση του "σουφρώματος" (shrink) θα μετριαζόταν κάπως φέτος, λόγω επενδύσεων που πραγματοποιήσαμε. Αλλά δεν έχουν ακόμη αποτέλεσμα».
Άλλες επιχειρήσεις, μάλιστα, έκλεισαν κάποια καταστήματά τους, όπως η REI, η Nordstrom και τα Starbucks σε πόλεις της Δυτικής Ακτής. Ο ιδιοκτήτης του εμπορικού κέντρου της Nordstrom στο Σαν Φρανσίσκο είπε ότι κατέβασε ρολά γιατί οι τοπικές αρχές δεν επιβάλλουν τον νόμο «ενάντια στην αχαλίνωτη εγκληματική δραστηριότητα».
Νομοθεσία που υποστηρίζεται από τον κλάδο (Inform Consumers Act) και πέρασε από το Κογκρέσο πέρυσι έχει στόχο να καταστήσει δυσκολότερη την πώληση κλεμμένων αγαθών, θέτοντας υπό επιτήρηση διαδικτυακές αγορές μεγάλου όγκου.
Στελέχη επιχειρήσεων πιέζουν για περαιτέρω ενέργειες της κυβέρνησης και της αστυνομίας, καθώς οι επιτροπές της Βουλής και της Γερουσίας επεξεργάζονται νόμο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στο λιανικό εμπόριο.
Και φυσικά το ωστικό κύμα από τη συζήτηση ενεργοποιεί το πάντα ζεστό ζήτημα της αντεγκληματικής πολιτικής στις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ. «Η αποποινικοποίηση ορισμένων αδικημάτων, οι αποφυλακίσεις με εγγύηση και οι προοδευτικοί τοπικοί εισαγγελείς τροφοδοτούν το πρόβλημα», δήλωσε ο Mark Doyle, πρόεδρος της Jack L Hayes International, προσθέτοντας ότι οι κλέφτες θεωρούν τη δραστηριότητά τους ως «χαμηλού κινδύνου και υψηλής ανταμοιβής».